ἐγκάτοικος
English (LSJ)
ον,
A indwelling, Sch.Il.2.125.
German (Pape)
[Seite 706] darin wohnend, Schol. Il. 2, 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάτοικος: -ον, κατοικῶν, ἔν τινι, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 125.
ον,
A indwelling, Sch.Il.2.125.
[Seite 706] darin wohnend, Schol. Il. 2, 125.
ἐγκάτοικος: -ον, κατοικῶν, ἔν τινι, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 125.