φίλεχθρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A disharmonic, μῖξις Gal. 19.486. II prone to enmity, Ptol.Tetr.119. Adv., -ρως ἔχειν πρός τινα to be hostile towards any one, D.L.3.36; φ. διακείμενοι Ptol.Tetr.191.
German (Pape)
[Seite 1276] Feindschaft liebend, zur Feindschaft geneigt, μίξις Paul. Sil. 74. 159. – Adv., φιλέχθρως ἔχειν πρός τινα, feindselig gegen Einen gesinnt sein, D. L. 3, 36. 5, 61.
Greek (Liddell-Scott)
φίλεχθρος: -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς ἔχθραν, ὁ ἀγαπῶν νὰ γίνηται ἐχθρός, Παῦλ. Σιλ. 74. 169, Γαλην.· ― Ἐπίρρ., φιλέχθρως ἔχω πρός τινα, ἐχθρικῶς διάκειμαι, Διογέν. Λαέρτ. 3. 36.