ἀδιάψευστος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ον,
A not deceitful, D.S.5.37; of καταληπτικὴ φαντασία, Sphaer.Stoic.1.141, cf. M.Ant.4.49, Iamb. Protr.21. Adv. -τως S.E.M.7.191, Ruf.Fr.68.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάψευστος: -ον, ὁ μὴ ἀπατηλός. Διοδ. 5. 37, Ἀνθ. - Ἐπίρρ. -τως, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 191.