ἀπράγμων

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπράγμων Medium diacritics: ἀπράγμων Low diacritics: απράγμων Capitals: ΑΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: aprágmōn Transliteration B: apragmōn Transliteration C: apragmon Beta Code: a)pra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A free from business (πράγματα), easy-going, fond of quiet, esp. of those who refrain from meddling in politics, opp. πολυπράγμων, ὅστις δὲ πράσσει πολλά . . μωρὸς παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα E.Fr.193; τῶν ἀ. γε πόρνων κοὐχὶ τῶν σεμνῶν [τις ὤν] Eup.8.4D.; esp. with political connotation, not meddling in public affairs, 'mugwump', ἄν τιν' αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον' ὄντα καὶ κεχηνότα Ar.Eq.261, cf. Antipho 3.2.1; αὐτουργοί τε καὶ ἀ. Pl.R.565a; ἀ. καὶ οὐ φιλόδικος D.40.32; ἀκάκους καὶ ἀ. Id.47.82; οἱ ἀ. οὐκ ἄδικοι Arist.Rh.1381a25; τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν Th.2.40; πόλις ἀ. keeping clear of foreign politics, Id.6.18; ἡσυχία ἀ. Id.1.70; βίος ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος Pl.R.620c; τὸ ἄ. Th.2.63; τόπος ἀ. a place free from law and strife, Ar.Av.44; ἀπόλαυσις ἀ. X. Mem.2.1.33. Adv. -μόνως without trouble or care, E.Fr.787; ἀ. ζῆν ἡδύ Apollod.Com.1.1.    II of things, not troublesome or painful, τελευτὴν . . ἀπραγμονεστάτην τοῖς φίλοις X.Ap.7. Adv. -μόνως without trouble, Th.4.61, X.HG6.4.27; σῴζεσθαι Th.6.87; ὁ λόγος ἀ. εἴρηται carelessly, Arist.Mete.369b27: Comp. -έστερον X.Ages.4.1.    2 simple, ἐσθής Muson.Ep.4.

German (Pape)

[Seite 337] ον (πρᾶγμα), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ ἰδιώτης ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit μέτριος, ἀφιλόνεικος abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem πολυπράγμων entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; πόλις 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; τόπος απ ράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων ἀπόλαυσις Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. απραγμόνως, ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπράγμων: -ον, ὁ μὴ φιλοπράγμων, «ἐπιεικής, μέτριος τοὺς τρόπους, οἷον οὐ φιλόνεικοςφιλοπράγμων ἢ ἀνειμένος ἢ μωρὸς» (Σουΐδ.), συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀνθρώπων ζώντων ἐν τοῖς ἀγροῖς καὶ μὴ ἀναμιγνυομένων εἰς τὰ δημόσια πράγματα, ἄνθρωπος φιλήσυχος, ἀντιθέτως πρὸς τὸν πολυπράγμονα (ἄνθρωπον ἀνήσυχον, ἀναμιγνυόμενον εἰς ξένα πράγματα), ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ… μωρός, παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα Εὐρ. Ἀποσπ. 193· ἂν τιν’ αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον’ ὄντα καὶ κεχηνότα Ἀριστοφ. Ἱππ. 261· πρβλ. Ἀντιφῶντα 121. 13· αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες, χωρικοὶ, μὴ ἀναμιγνυόμενοι εἰς τὰ πολιτικά, Πλάτ. Πολ. 565Α· ἀπρ. καὶ ἀφιλόνεικος, ἄκακος καὶ ἀπρ. Δημ. 1018.1., 1164. 13· οἱ ἀπρ. οὐκ ἄδικοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 10: - ἀλλ’ ἐν Ἀθήναις ὁ τοιοῦτος ἐθεωρεῖτο ὡς παραμελῶν τὰ δημόσια αὑτοῦ καθήκοντα, ὅθεν ὁ Περικλῆς λέγει, τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν Θουκ. 2. 40· οὕτω, πόλις ἀπρ., ἀπεχομένη τῶν ξένων πολιτικῶν, ὁ αὐτ. 6. 18: ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν καὶ τῶν ἕξεων τοιούτου ἀνθρώπου, ἀπηλλαγμένος φροντίδων, ἡσυχία ἀπρ. ὁ αὐτ. 1. 70· βίος ἀνδρός ἰδιώτου ἀπράγμονος Πλάτ. Πολ. 620C· τὸ ἄπραγμον = Λατ. olium, Θουκ. 2.63· οὕτω καὶ τόπος ἀπρ., τόπος ἀπηλλαγμένος δικαστηρίων καὶ ἐρίδων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 44· ἀπόλαυσις ἀπρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33: - οὕτως ἐπίρρ. ἄνευ κόπου ἢ φροντίδος, Εὐρ. Ἀποσπ. 785· ἀπραγμόνως ζῆν ἡδὺ Ἀπολλόδωρος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. ΙΙ. ἐπί πραγμάτων, ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν εἴς τινα, ἐξέσται μοι τῇ τελευτῇ χρῆσθαι ἥ ῥᾴστη μὲν… κέκριται, ἀπραγμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπολ. 7· οὕτως, ἐπίρρ. -μόνως, ἄνευ κόπου, ἀπόνως, Θουκ. 4. 61· σώζεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87, Συγκρ. -έστερον, Ξεν. Ἀγησ. 4. 1· ἀπρ. εἴρηται, ἀμελῶς, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 12.