ον, contr. βᾰθύ-χρους, ουν,
A deep-coloured, Dsc.5.94.
[Seite 425] von tiefer dunkler Farbe, Diosc.
βαθύχροος: -ον, συνῃρ. –χρους, ουν, ὁ βαθὺ χρῶμα ἔχων, Διοσκ. 5. 109, πρβλ. Σαλμάσ. Σωλῖν. 346.