παραβλώψ
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A looking askance, squinting, παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503, AP11.361 (Autom.); π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7; of a person, Ael.Fr.325; also π. Λιταί Corn.ND12. 2 blind, PLond. 1821.265. (From παραβλέπω, as κλώψ from κλέπτω.)
German (Pape)
[Seite 472] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους αὐτοῦ ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα ’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ παραβλέπω, ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω).