κλύδων

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλύδων Medium diacritics: κλύδων Low diacritics: κλύδων Capitals: ΚΛΥΔΩΝ
Transliteration A: klýdōn Transliteration B: klydōn Transliteration C: klydon Beta Code: klu/dwn

English (LSJ)

[ῠ], ωνος, ὁ,

   A wave, billow, and collectively, surf, rough water, Od.12.421; πόντιος κ. A.Pr.431 (lyr.), S.OC1687 (lyr.); κ. πελάγιος, θαλάσσιος, E.Hec.701, Med.29; Θρῄκιος κ. S.OT197 (lyr.); κ. ἄγριος Tim.Pers.146: in Prose, prob. in Th.2.84 (Phot., Suid., κλυδωνίῳ codd.), cf. Thphr.Char.25.2; πνεῦμα καὶ κ. Arist.HA548b13; κ. καὶ χειμών Id.PA685a32: pl., Lyc.474, Plb.10.10.3.    2 Medic., splashing in the stomach and chest, Gal.1.348, al.; of sound heard in pleurisy, Id.8.285; ἢν κ. ὑγρῶν ἀναπνέῃ ἐς τὰς διαπνοάς flood of humours, Aret.SA1.5; ofinternal water in dropsy, Id.SD2.1.    II metaph., κ. κακῶν sea of troubles, A.Pers.599; κ. ξυμφορᾶς S.OT1527 (troch.); κ. ἔφιππος flood of chariots, Id.El.733; πολέμιος κ. E.Ion 60; πολὺς κ. δορός Id.Supp.474; ἔριδος κ. Id.Hec.116 (anap.); πόλις ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων διαγομένη Pl.Lg.758a; κ. καὶ μανία D. 19.314; ἐν χειμῶνι πολλῷ καὶ κ. τῆς πόλεως Plu.Cor.32, cf. M.Ant.12.14; κ. ἀλογίας Hierocl.in CA26p.479M.

German (Pape)

[Seite 1456] ωνος, ὁ (κλύζω), das Wogen des Meeres, der Wellenschlag, Od. 12, 421; βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων Aesch. Prom. 429, wie Soph. O. C. 1683; πελάγιος, θαλάσσιος, Eur. Hec. 701 Med. 29; in späterer Prosa, πνεῦμα καὶ κλύδων Arist. H. A. 5, 16; κλύδωνες Pol. 10, 3, 3; θάλαττα πολὺν ἔχουσα καὶ τραχὺν κλύδωνα Plut. Caes. 38. – Oft übertr. vom Unglück, ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ, wenn des Unglücks Fluth hereinbricht, Aesch. Pers. 591; εἰς ὅσον κλύδωνα δεινῆς συμφορᾶς ἐλήλυθεν Soph. O. R. 1527; ἄπορον κλύδωνα κακῶν Eur. Med. 362; auch in Prosa, πολὺς ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων διαγομένη Plat. Rep. VI, 758 a; καθάπερ ἐν χειμῶνι πολλῷ καὶ κλύδωνι τῆς πόλεως Plut. Coriol. 32; Sp.; κλ. καὶ μανία vrbdt Dem. 19, 314. – Auch ἔφιππος, das Wogen der Reiter u. Rosse, Soph. El. 723, wie πολέμιος Eur. Ion 60; von der Schlacht, πολὺς κλύδων δορός Suppl. 474.

Greek (Liddell-Scott)

κλύδων: ῠ, ωνος, ὁ, (κλύζω) κῦμα, καὶ περιληπτικῶς, κύμανσις, θόρυβος, θαλασσοταραχή, Ὀδ. Μ. 421· κλ. πόντιος, πελάγιος, θαλάσσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 431, Σοφ. Ο. Κ. 1686, Εὐρ. Ἑκ. 701, Μήδ. 29· Θρῄκιος κλύδων Σοφ. Ο. Τ. 197· ― ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ), πνεῦμα καὶ κλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 5, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 12· ἐν τῷ πληθ., Λυκόφρ. 474, Πολύβ. 10. 10. 3. ΙΙ. μεταφορ., κλ. κακῶν, θάλασσα δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 599· κλ. ξυμφορᾶς Σοφ. Ο. Τ. 1527, κτλ.· κλ. ἔφιππος, πλήμμυρα, πλῆθος ἱππέων, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 733· κλ. πολέμιος Εὐρ. Ἴων 60· πολὺς κλ. δορὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 474· κλ. ἔριδος ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 118· πόλις ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων Πλάτ. Νόμ. 758Α· κλ. καὶ μανία Δημ. 442. 13.