βδελυκτός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ή, όν,
A disgusting, abominable, LXX Pr.17.15, Ep.Tit.1.16, Ph.2.261.
German (Pape)
[Seite 440] ekelhaft, abscheulich, Ep. ad Tit. 1, 16; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
βδελυκτός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν βδελυγμίαν ἢ ἀηδίαν, ἄξιος ἀποστροφῆς, Ἐπ. Τίτ. 1. 16., Φίλων 2. 261· ‒ παρὰ Βυζ. καὶ -κτέος, α, ον.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dégoûtant, répugnant, abominable.
Étymologie: βδελύσσομαι.