εὐαίσθητος

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαίσθητος Medium diacritics: εὐαίσθητος Low diacritics: ευαίσθητος Capitals: ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: euaísthētos Transliteration B: euaisthētos Transliteration C: evaisthitos Beta Code: eu)ai/sqhtos

English (LSJ)

ον, (αἰσθάνομαι)

   A with quick senses or keen perceptions, περί τι Pl.Lg.812b; ἐλέφας εὐ. ζῷον Arist.HA 630b21: Comp. -ότερος Pl.Ti.75c; τῆς καρδίας τὴν ὑπερῴαν -οτέραν ἔχειν Plu.2.14d: Sup. ὁ ἄνθρωπος -ότατος τῶν ἄλλων ζῴων Arist.PA 660a20; τὸ εὐ., = εὐαισθησία, Gal.10.387. Adv. -τως, ἔχειν τινός have keen perceptions of... Pl.Lg.670b, cf. 661b: Comp. -οτέρως, ἔχειν περὶ ὥρας καὶ μηνῶν καὶ ἐνιαυτῶν Id.R.527d.    II of things, easy to perceive, Arist.Cael.289a7 (Comp.), Plu.2.956f.

German (Pape)

[Seite 1055] mit guten, gesunden Sinnen, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plat. Legg. VII, 812 b; κεφαλὴ εὐαισθητοτέρα Tim. 75 c; Sp. – Adv., εὐαισθήτως ἔχειν, gut wahrnehmen; – τῶν ῥυθμῶν Plat. Legg. II, 670 b, wo καὶ γιγνώσκειν dabei steht; auch compar., τὸ περὶ ὥρας εὐαισθητοτέρως ἔχειν Rep. VII, 527 d, leichter u. besser als Andere das darauf Bezügliche bemerken. – Pass. leicht wahrzunehmen, Arist. coel. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίσθητος: -ον, (αἰσθάνομαι) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων εὐερέθιστα τὰ αἰσθητήρια, εὐκόλως αἰσθανόμενος ἢ ἀντιλαμβανόμενός τινος, περί τι Πλάτ. Νομ. 812C· ἐλέφας εὐ. ζῷον Ἀριστ:, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Τίμ. 75C· Ὑπερθ. ὁ ἄνθρωπος εὐαισθητότατος τῶν ἄλλων ζῴων Ἀρίστ. π. Ζ. Μορ. 2.17, 2: - τὸ εὐαίσθητον = εὐαισθησία, Γαλην: -Ἐπιρρ., εὐαισθήτως ἔχειν τινός, ἔχειν ταχεῖαν ἀντίληψίν τινος, ταχέως ἀντιλαμβάνεσθαί τινος, Πλάτ. Νομ. 670Β, πρβλ. 661Β· εὐαισθητοτέρως ἔχειν περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D. 2) ἐπὶ πραγμάτων: ὃ εὔκολον εἶναι νὰ αἰσθανθῇ ἢ νὰ διακρίνῃ τίς, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 6, 14, Πλούτ. 2. 956F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui sent facilement ou vivement;
2 facile à sentir ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, αἰσθάνομαι.