ὀϊστός

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀϊστός Medium diacritics: ὀϊστός Low diacritics: οϊστός Capitals: ΟΪΣΤΟΣ
Transliteration A: oïstós Transliteration B: oistos Transliteration C: oistos Beta Code: o)i+sto/s

English (LSJ)

Att. οἰστός (E.Fr.1063.13, Med.634 (lyr.)), ὁ (also ἡ Zeno ap.Arist.Ph.239b30),

   A arrow, πικρὸς ὀ. Il.4.134, al.; χαλκήρης 13.650 ; τριγλώχις 5.393 ; τανυγλώχις 8.297 : rare in Att. Prose, πυρφόροις οἰστοῖς Th.2.75, Pl.Ion535b, Lg.795a, X.An.2.1.6 : metaph., of a poem, Pi.O.2.90,9.12 ; ὁ τῆς σοφίας ὀ. Heraclit.All.34.    II a plant, arrow-head, Sagitta sagittifolia, Magoap.Plin.HN21.111.    III the constellation Sagitta, Eudox. ap. Hipparch.1.11.10.

German (Pape)

[Seite 312] ὁ, att. οἰστός, eigtl. der Getragene, Geworfene, der Pfeil; ἐν δ' ἔπεσε ζωστῆρι πικρὸς ὀϊστός, Il. 4, 134. 217; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν, θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 323, τανυγλώχιν, 297; χαλκήρης, mit eherner Spitze, 13, 560; ἆλτο δ' ὀϊστὸς ὀξυβελής, 4, 125, wie ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον, 15, 313; πτερόεις, gefiedert, 5, 171, wie Pind. Ol. 9, 13, wo das Lied so heißt, nach einer dem Dichter geläufigen Uebertragung, vgl. ἐκ φρενὸς εὐκλέας ὀϊστοὺς ἱέντες, d. i. mit dem Liede lobend, 2, 99; ἄφυκτον ὀϊστόν, Eur. Med. 635; Herc. Fur. 196; sp. D., wie Anacr. 12, 13; auch in Prosa, ἐν δεξιᾷ οἰστὸν προσαγόμενος μόνον, Plat. Legg. VII, 795 a. Bei Xen. An. 2, 1, 6 steht ὀϊστός. – Zeno bei Arist. phys. 6, 9 auch ἡ φερομένη ὀϊστός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊστός: Ἀττ. οἰστὸς (Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 634), ὁ ὡσαύτως ἡ, Ζήνων ἐν Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 1)· ― βέλος· Ὅμ., Ἡσ., κλ· πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 134, κτλ.· πτερόεις Ν. 650· ἔχων τρεῖς ἀκίδας, τριγλώχιν Ε. 393· ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας γωνιώσεις, ὅ ἐστιν ἀκίδας, τανυγλώχιν Θ. 297· σπάνιον παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, πυρφόροις οἰστοῖς Θουκ. 2. 75, Πλάτ. Ἴων 535Β, Νόμ. 795Α, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήματος, Πινδ. Ο. 9. 17, πρβλ. 2. 161· ὁ τῆς σοφίας ὀϊστὸς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. Ὁμηρικ. 34. (Ἐπειδὴ ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος εἶναι ὀϊστός, εἶναι πιθανὸν ὅτι σύμφωνόν τι ἀπώλετο μεταξὺ τῶν φωνηέντων, ο και ι· ἡ ῥίζα εἶναι ἄγνωστος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
trait, flèche.
Étymologie: οἴσω.