προεμβάλλω
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
A put in or insert before, ἄμμον εἰς βαλανοδόκην Aen.Tact.18.3; ἐς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας Paus. 9.39.11: metaph., π. τινὶ κατελπισμόν Plb.3.82.8:—Pass., Thphr. Od.18; of words, Arist.Rh.1407a28; to be applied previously, of bandages, Gal.18(1).801. 2 deposit beforehand, ἀρραβῶνα PCair.Zen.637.6(iii B.C.). II abs., προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων the horns butting into the ground in front, of cattle with projecting horns, Hdt.4.183. b project, be prominent, Philostr. Gym.10, cj. in 34. 2 of ships, make the charge (ἐμβολή) first, Th. 4.25: with acc. expressed, π. [τῇ νηΐ] πληγήν Plb.16.3.2: hence, generally, attack before, τινι D.S.15.81. 3 make an inroad before, εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐς τὴν Ἀρμενίαν, J.BJ2.20.6, D.C.36.45, cf. 37.1.
German (Pape)
[Seite 719] (s. βάλλω), vorher, voraus hineinwerfen, -fügen; Arist. rhet. 3, 5; πληγὴν τῇ νηΐ, vorher beibringen, Pol. 16, 3, 2; übertr., κατελπισμὸν τοῖς ὄχλοις, 3, 82, 8, Hoffnung einflößen. – Gew. intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen muß, προεμβαλόντων τῶν κερέων εἰς τὴν γῆν, da die Hörner vorher gegen den Erdboden stoßen, Her. 4, 183; einfallen, einen Angriff machen, Thuc. 4, 25 u. Sp., wie Plut. Pelop. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προεμβάλλω: ἐμβάλλω ἐντός, μεταξύ, παρεμβάλλω πρότερον, τις εἴς τι Παυσ. 9. 39, 11, κτλ.· μεταφορ., πρ. τινι κατελπισμὸν Πολύβ. 3. 82, 8. ― Παθ., παρεμβάλλομαι πρότερον, Ἀριστ, Ρητορ. 3. 5, 2. ΙΙ. ἀπολ., τὰ κέρεα ἔχουσι κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε (οἱ ὀπισθονόμοι βόες)· διὰ τοῦτο ὀπίσω ἀναχωρίοντες νέμονται· ἐς γὰρ τὸ ἔμπροσθε οὐκ οἷοί τέ εἰσι προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων, διότι τὰ κέρατα αὐτῶν προεμπήγνυνται εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῶν ὀπισθονόμων βοῶν, οἵτινες ἕνεκα τῶν προεξεχόντων κεράτων αὐτῶν ἠναγκάζοντο νὰ βόσκωνται κινούμενοι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἡρόδ. 4. 183. 2) ἐπὶ ναυμαχίας, κάμνω πρῶτος τὴν διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς νεὼς ἐπίθεσιν, Θουκ. 4. 25· (ἐν Πολυβ. 16. 3, 2, πρ. πληγὴν τῇ νηί)· ― καὶ οὕτω καθόλου, προσβάλλω πρῶτος, τινὶ Διόδ. 15. 81. 3) κάμνω πρότερον εἰσβολήν, εἰς χώραν Δίων Κ. 36. 28., 37. 1.
French (Bailly abrégé)
f. προεμβαλῶ, ao.2 προενέβαλον, etc.
I. tr.
1 introduire d’avance, acc.;
2 jeter le premier sur ou dans, rég. ind. au dat.
II. intr.
1 se jeter en avant sur, se heurter à, avec εἰς et l’acc.;
2 se jeter le premier sur, attaquer le premier, τινι.
Étymologie: πρό, ἐμβάλλω.