ἀδίκημα

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίκημα Medium diacritics: ἀδίκημα Low diacritics: αδίκημα Capitals: ΑΔΙΚΗΜΑ
Transliteration A: adíkēma Transliteration B: adikēma Transliteration C: adikima Beta Code: a)di/khma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀδικέω)

   A wrong done, Hdt.1.2,100, etc.: properly, intentional wrong, opp. ἁμάρτημα and ἀτύχημα, Arist.EN 1135b20 sq., Rh.1374b8; ἀ. ὥρισται τῷ ἑκουσίῳ Id.EN1135a19: c. gen., wrong done to... ἀ. τῶν νόμων D.21.225: also ἀ. πρός τινα Arist.Rh.1373b21; ἀ. εἴς τι D.37.58; περί τι Plu.2.159c:—ἐν ἀδικήματι θέσθαι to consider as a wrong, Th.1.35; ἀ. θεῖναί τι D.14.37; ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀ. εἶναι Hyp.Eux.20.    2 error of judgement, dub. in Plb.9.20a.7.    II that which is got by wrong, ill gotten goods, Pl.R.365e, Lg.906d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίκημα: -ατος, τό, (ἀδικέω) κακόν τι πραχθέν, ἀδίκημα, βλάβη, Λατ. injuria, Ἡροδ. 1. 2, 100, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ: - κυρίως = ἀδίκημα ἑκούσιον καὶ μεμελετημένονϏ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁμάρτημα καὶ ἀτύχημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7. κἑξ., Ρητ. 1. 13, 16˙ ἀδ. διώρισται τῷ ἑκουσίῳ, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 2˙ πρβλ. ἀδικέω ἐν ἀρχῇ: - μ. γεν. = βλάβη προξενηθεῖσα εἴς τινα, ἀδ. τῶν νόμων, Δημ. 586. 11˙ ὡσαύτως: ἀδ. πρός τινα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3. ἀδ. εἴς τι, Δημ. 983, 25˙ περί τι, Πλούτ. 2. 569C: - ἐν ἀδικήματι θέσθαι, τὸ θεωρεῖν, νομίζειν τι ὡς ἀδίκημα, Θουκ. 1. 35˙ ὡσαύτ. ἀδίκημα θεῖναί τι, Δημ. 188. 19˙ ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀδικήματι εἶναι, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 36. ΙΙ. τὸ δι’ ἀδικίας ληφθὲν = κακῶς κτηθέντα ἀγαθά, Πλάτ. Πολ. 365 Ε, Νόμ. 906D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
injustice, tort, faute ; ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι ou θεῖναι τι faire un crime de qch (à qqn).
Étymologie: ἀδικέω.