σχοινοβάτης

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω)

   A rope-dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινο-βᾰτία, lon. σχοινο-βᾰτίη, ἡ,

   A rope-dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινο-βᾰτική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.