ῥάσσω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάσσω Medium diacritics: ῥάσσω Low diacritics: ράσσω Capitals: ΡΑΣΣΩ
Transliteration A: rhássō Transliteration B: rhassō Transliteration C: rasso Beta Code: r(a/ssw

English (LSJ)

Att. ῥάττω, (κατα-) Plb.10.48.7, (συρ-) D.H.8.18: fut.

   A ῥάξω LXX Is.9.11(10), (ξυρ-) Th.8.96: aor. ἔρραξα D.54.8, Apollod. Com.22, (συν-) X.HG7.5.16:—Pass., fut. (in med. form) ῥάξομαι (καταρ-) Plu.Caes.44: aor. ἐρράχθην LXX Da.8.10, (ἐπι-) D.H.8.18:— like ἀράσσω, strike, dash, τινὰ εἰς τὸν βόρβορον D. l.c.; overthrow, τινας LXX Is. l.c.    2 in Ion. form ῥήσσω, of dancers, beat the ground, dance, ῥήσσοντες ἁμαρτῇ μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο Il.18.571; οἱ δὲ ῥήσσοντες ἕποντο h.Ap.516; for which A.R. 1.539 has in full, ὥστε . . πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι:—so also αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος Euph.51.9; ῥήσσειν τύμπανα beat them violently, AP 7.709 (Alexander). [ῥάσσω (ῥάττω) prob. has ᾱ by nature, as shown by Ion. ῥήσσω: cf. ἀράσσω:—the Ion. form is found also in the κοινή, as LXX Wi.4.19, Ev.Marc.9.18, Ev.Luc.9.42, Arr.Epict.1.20.9.]

German (Pape)

[Seite 834] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ χεῖλος διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. ῥήσσω u. ἀράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάσσω: Ἀττ. -ττω, (συρ-) Διον. Ἁλ. 8. 18· - μέλλ. ῥάξω (ξυρ-) Θουκ. 8. 96· ἀόρ. ἔρραξα Δημ. 1259. 11, (συν-) Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 16. - Παθ. μέλλ., (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) ῥάξομαι (καταρ-) Πλουτ. Καῖσ. 44· ἀόρ. ἐρράχθην (ἐπι-) Διον. Ἁλ. 8. 18· Ὡς τὸ ἀράσσω, κτυπῶ, καταρρίπτω, ῥίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ, εἶθ’ ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες ὥστε κτλ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πατάσσω, ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὅρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Θ΄, 11).

French (Bailly abrégé)

heurter, frapper, battre.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.