εὐσχήμων
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (σχῆμα)
A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R.413e, al.; ἀλεκτρυών Cratin. 108; τὰ εὐ. ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: Comp. -έστερος more respectable, Pl.R.554e: Sup. -έστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12. 2 in bad sense, with an outside show of goodness, specious in behaviour, εἴς τινα E.Med.584. II of things, decent, becoming, λόγοι Id.Hipp. 490, D.60.9; πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162; λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN1128a7; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R.401c, Lg. 797b. Adv. -μόνως with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN1101a1; ζῆν Phld.Herc.1251.18: Comp -έστερον, ἔχειν Pl.Epin.981a; τι φέρειν D.60.35: Sup. -έστατα IG 22.1034.11. 2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐ. the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.). b title of a village magistrate, in pl., εὐ. κώμης BGU147 (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐ. PRyl.236.15 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχήμων: εὔσχημον, γεν. ονος, (σχῆμα) κομψὸς τὸ σχῆμα, εὐπρεπής, ἐπίχαρις, ἀντιθ. τῷ ἀσχήμων, Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, αὐτόθι 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, εὐσχήμων κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., πρέπων, εὐπρεπής, ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -μόνως, μετὰ χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. ὡσαύτως, εὐγενής, ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, πλούσιος, ἔντιμος, Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; en mauv. part qui montre un bon vouloir ou un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;
Cp. εὐσχημονέστερος, Sp. εὐσχημονέστατος.
Étymologie: εὖ, σχῆμα.