ἀποφορά

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, (ἀποφέρω)

   A payment of what is due, tax, tribute, Hdt. 2.109, Plu.Thes.23, etc.: esp. money which slaves let out to hire paid to their master, ἀποφορὰς πράττειν X.Ath.1.11; ἀ.κομίσασθαι And.1.38; φέρειν Aeschin.1.97, Men.431; ἀποδόντες Id.Epit.163: generally, return, profit, rent, ἀποφορὰν φέρειν Arist.Pol.1264a33; ἀποφέρειν Plu.2.239e; ἀ. βαλανείου BGU362 ix 2(iii A. D.); contribution, war-tax, ἀ. τελεῖν Plu.Arist.24.    II effluvia, D.H.10.53, D.S.24.12, Plu.2.647f, Aret.SA1.10; ἡ ἀ. τοῦ πυρός Sch.Il.Oxy.221 xvii8.    2 absorption of περίττωμα, Anon.Lond.Fr.1.6.    III in Logic. = στέρησις, privation, Arist.Metaph.1046b15, cf. Alex. Aphr. adloc.    IV right to carry away portions of sacrifice, SIG1025.46,al.,1026.4(Cos, iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, 1) das Wegtragen, Wegnehmen, Arist., Ggstz πρόσθεσις. – 2) Abtragung des Schuldigen, Tribut, ἐπιτελέειν Her. 2, 109. – 3) Ertrag, bes. was die Sklaven durch ihre Arbeit den Herren einbringen, Aesch. 1, 79; Andoc. 1, 38; ἀποφορὰν φέρειν Arist. pol. 2. 5; Plut. Lyc. 8; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 78 f; Men. bei Suid. v. ἀμφορεαφόρος Harpocr.; übh. Gewinn. – 4) Ausdünstung, Geruch, Hdn. 1, 12, 3; vgl. D. Hal. 10, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφορά: ἡ, (ἀποφέρω) ἀποκομιδὴ ἢ καταβολὴ φόρων, Ἡρόδ. 2. 109, Πλουτ. Θησ. 23, κτλ., κυρίως τὰ χρήματα ἅπερ οἱ μισθούμενοι εἰς ἄλλους δοῦλοι ἀπέφερον εἰς τὸν κύριον αὑτῶν, ἀποφορὰς πράττειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1.11· ἀποφορὰν κομίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 11 φέρειν Αἰσχίν. 14. 1, Μένανδ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 6, Βοίκχ. Πολ. Οἰ. 1. 99: καθόλου εἰσόδημα, κέρδος, ἐνοίκιον, ἀποφορὰν φέρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 22· τελεῖν Πλουτ. Ἀριστείδ. 24., Ἠθικ 2. 239D. II. τὸ ἀπό τινος πράγματος προερχόμενον, καπνός, ὀσμή, δυσωδία, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 10, Πλούτ. 2. 647F, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ στέρησις Ἀριστ. Μεταφ. 8. 2, 3, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. σ. 463.33.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. 1 tribut, contribution;
2 revenu, rente ; particul. produit d’un esclave, càd ce qu’il rapporte à son maître quand il travaille au dehors;
II. émanation, exhalaison.
Étymologie: ἀποφέρω.