ταχύβουλος
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
ον,
A hasty in counsel, opp. μετάβουλος, perh. with allusion to the votes respecting Mytilene (Th.3.36), Ar.Ach.630; cf. Max.76.
German (Pape)
[Seite 1076] von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀθηναῖοι, Ar. Ach. 605.
Greek (Liddell-Scott)
ταχύβουλος: -ον, ὁ ταχέως βουλευόμενος ἢ ἀποφασίζων, ἀντίθετον τῷ μετάβουλος, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Μυτιλήνης ἀπόφασιν (Θουκ. 3. 36), Ἀριστοφ. Ἀχ. 630, πρβλ. Μάξιμ. π. καταρχ. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.
Étymologie: ταχύς, βουλή.