ἁμαξεύω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
A traverse with a wagon:—Pass., to be traversed by wagon-roads, of country, Hdt.2.108. 2 metaph., ἁ. βίοτον drag on a weary life, AP9.574. II intr., to be a wagoner, Plu.Eum.1; travel in a wagon, AP7.478 (Leon.); live in wagons, of Scythians, Philostr. VA7.26.
German (Pape)
[Seite 115] ein Frachtfuhrmann sein, Plut. Eum. 1; auchtrauf. βίον ἀβίοτον, das Leben mühselig hinschleppen, gleichsam durchkarren, Ep. ad. 653 (IX. 574). Bei Philostr., von den Scythen, auf Wagen leben. – Pass., mit Frachtwagen befahren werden, Her. 2, 108; Strabo. ὁδὸς ἁμαξεύεσθαι δυναμένη, ein Weg, der mit Lastwagen befahren werden kann.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύω: διέρχομαι δι’ ἁμάξης καὶ παθ. διασχίζομαι δι’ ἁμαξιτῶν ὁδῶν, ἐπὶ χώρας, Ἡρόδ. 2. 108. 2) μεταφ., διέρχομαι διὰ κόπου καὶ μόχθου, «ἡμάξευσα καὶ αὐτός... τοῦτον δύσζωον κἀβίοτον βίον», Ἀνθ. Π. ΙΧ. 574. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἁμαξηλάτης, Πλουτ. Εὐμέν. 1, Ἀνθ. Π. VΙΙ. 478: ― ζῶ ἐφ’ ἁμάξης, περὶ τῶν Σκυθῶν, οἵτινες ἦσαν ἁμαξόβιοι, (πρβλ. ἁμαξόβιος) Φιλόστρ. 307.
French (Bailly abrégé)
ao. ἡμάξευσα;
1 être voiturier;
2 parcourir en voiture ; Pass. être fréquenté par les voitures.
Étymologie: ἅμαξα.