πέλεθρον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό,
A = πλέθρον, a measure of land, Il.21.407, Od.11.577, IG22.1126.17 (Delph.), 9(1).693 (Corc., from Cydonia). II stadium, running-ground, οἰκοδομήσας π. ib.14.10 (Syrac.).
German (Pape)
[Seite 550] τό, = πλέθρον, Hufe oder Morgen Landes, Il. 21, 407 Od. 11, 577 u. einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεθρον: τό, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ πλέθρον, μέτρον γῆς, μάλιστα παρ’ Ἐπικ., Ἰλ. Φ. 407, Ὀδ. Λ. 577˙ ὡσαύτως ἔν τινι Δελφ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 17, πρβλ. 1840. 4)˙ πελέθρισμα, τό, = πλέθρισμα, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. πλέθρον.