ἀμαλδύνω

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαλδύνω Medium diacritics: ἀμαλδύνω Low diacritics: αμαλδύνω Capitals: ΑΜΑΛΔΥΝΩ
Transliteration A: amaldýnō Transliteration B: amaldynō Transliteration C: amaldyno Beta Code: a)maldu/nw

English (LSJ)

(ἀμαλός) Ep. (not in Od.) and Ion. word, properly,

   A soften, mitigate, ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, cf. 13.401; but in early Ep. crush, destroy, τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18; bring low, συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3; put an end to, τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17; use up, squander, χρήματα Theoc.16.59; weaken, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174:—Pass., ὥς κεν . . τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax380; ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201; ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2; ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP6.18 (Jul.); neglect, waste, Democr.202.    2 metaph., conceal, disguise, εἶδος h.Cer.94, cf. A.R.1.834; efface, στίβον Id.4.112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαλδύνω: [ῡ], (ἀμαλός) Ἐπ. ῥῆμα (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) = ἁπαλύνω, μαλακὸν ποιῶ, ἐξασθενίζω, ἐντεῦθεν συντρίβω, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, ἐξαλείφω, τεῖχος ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, ἀναλίσκω, κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... τεῖχος ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., κρύπτω, ἀποκρύπτω, μεταβάλλω, καθιστῶ ἀγνώριστον, εἶδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. ἀπαμαλδύνω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀμαλδυνῶ, ao. ἠμάλδυνα, pf. inus.
Pass. f. ἀμαλδυνθήσομαι, ao. ἠμαλδύνθην, pf. inus.
I. affaiblir, supprimer;
II. p. suite :
1 détruire;
2 rendre méconnaissable, dissimuler.
Étymologie: ἀμαλός.