πανταχόθεν
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Adv.
A from all quarters, from every side, ἐκ τῆς Ἀσίης π. Hdt.7.25, cf. Ar.Lys.1007, Pl.Smp.190e, al.; περιέχεσθαι π. on all sides, Hdt.8.80. II from every side, i.e. in every way, π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο μή . . Th.1.17; π. καλῶς ὑπάρχον πολεμεῖν ib.124, cf. X. Mem.2.1.25; π. βάσκανος D. 18.242.
German (Pape)
[Seite 463] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; δῆλος, Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς πανταχόθεν δυνάμεις ἀθροίσας.
Greek (Liddell-Scott)
παντᾰχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. βάσκανος Δημ. 307. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de toute part, de tous côtés;
2 de toute façon.
Étymologie: πᾶς, -αχόθεν.