παλινάγρετος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, (ἀγρέω)
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17. 2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.