ἀναστρέφω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστρέφω Medium diacritics: ἀναστρέφω Low diacritics: αναστρέφω Capitals: ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: anastréphō Transliteration B: anastrephō Transliteration C: anastrefo Beta Code: a)nastre/fw

English (LSJ)

poet. ἀνστρέφω, pf. ἀνέστροφα v.l. in Theognet.1.8, 3pl.

   A ἀνέστροφαν Cerc.Fr.17.30:—turn upside down, μήπως . . δίφρους ἀνστρέψειαν might upset them, Il.23.436; ὁ θεὸς πάντ' ἀ. πάλιν E.Supp.331; ἀ. γένος Ar.Av.1240; τὴν ζοήν Cerc.l.c.; ἀ. καρδίαν upset the stomach, i.e. cause sickness, Th.2.49; reverse, A.Pers.333, Ar.Pl.779:—Pass., fut. ἀναστραφήσεσθαι τὰ τῆς Ἑλλάδος πράγματα Isoc.5.64: pf. ἀνεστράφθαι τῆς πολιτείας Id.6.66 codd.; ὄρος ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει turned up by digging, Hdt.6.47, cf. X.Oec. 16.12.    2 invert order of words or statements, Demetr.Eloc.11, al., Hermog.Id.1.11:—also in Pass., with ref. to ἐπαναστροφή (q. v.), ib.12.    3 = ἀρνεῖσθαι, S.Fr.1012.    II turn back, Com.Adesp. 22.73D.; bring back, τινὰ ἐξ Ἅιδου S.Ph.449, cf. E.Hipp.1228; ἀ. δίκην τινί Id.Ba.793; ὄμμ' ἀ. κύκλῳ to roll it about, Id.Hel.1557.    2 intr., turn back, retire, Hdt.1.80, etc.; esp. in part., ἀναστρέψας ἀπήλαυνεν X An.1.4.5, etc.; but also, rally, of troops, Th.4.43, X.HG6.2.21, cf. B.111.1:—ἀναστρέφον, τό, v. a)nakukliko/s.    III in Gramm., write with anastrophe, as πέρι for περί, Hdn.Gr.2.52,66:—Pass., 1.481, al.    2 Math., ἀναστρέψαντι convertendo, Euc.5.19Cor.; so in Logic, οἱ ἀντιστρέφοντες οὐχ οἱ ἀναστρέφοντες ἀλλήλοις λόγοι συναληθεύονται Gal.11.465.    B Pass., v. supr. A.1.    II dwell in a place, ἀλλά τιν' ἄλλην γαῖαν ἀναστρέφομαι go to a place and dwell there, Od.13.326, cf. Call. Lav.Pall.76, Aet.1.1.6 (so ἀναστρέφειν πόδα ἐν γῇ E.Hipp.1176); ἀναττρέφεσθαι ἐν Ἀργει Id.Tr.993; ἐν φανερῷ, ἐν μέσῳ, go about in public, X.HG6.4.16, Pl.R.558a; ἀ. ταύτῃ Th.8.94; ἐν εὐφροσύναις X.Ag.9.4; ἐν τοῖς ἤθεσι Pl.Lg.865e; ἀ. ἐν ξυμμαχίᾳ continue in an alliance, X.HG7.3.2; ἀ. ἐν γεωργίᾳ to be engaged in .., Id.Oec.5.13; ἐπὶ κυνηγεσίαις Plb.32.15.9; ἀ. ἔν τινι dwell upon, in writing, Apollon. Cit.2: generally, conduct oneself, behave, ὡς δεστότης X.An.2.5.14; οὑτωσί Arist.EN1103b20; θρασέως, ἀχαρίστως καὶ ἀσεβῶς εἴς τινα, Plb.1.9.7, 23.17.10; ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὁσίως IG12(7).233 (Amorgos); ὡς τὰ παιδία Epict.Ench.29.3; πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ θεοῦ ἀ. 1 Ep.Ti.3.15.    2 revolve, like the sun in the heavens, X.Mem.4.3.8.    III of soldiers, face about, rally, Id.An.1.10.12, HG6.2.20, etc.    2 to be reversed or inverted, ἐμοὶ τοῦτ' ἀνέστραπται Id.Hier.4.5, cf. Cyr.8.8.13, Arist. Mech.854a10.    3 return, Pl.Plt.271a; retreat, Arist.HA621b34.

German (Pape)

[Seite 209] p. ἀνστρέφω, 1) zurück-, umwenden, umkehren, δίφρους, die Wagen umstürzen, Il. 23, 436; ὄρος ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ganz umgekehrt; Her. 6, 47; τὸ ἔμβαμμα, umstoßen, Xen. Cyr. 2, 2, 5, – zurückholen, -rufen, ἐξ ἅδου Soph. Phil. 447; πόδα, den Fuß zurückwenden, zurückkehren, Eur. Hipp. 1176; mit dem Pfluge das Land umwenden, umackern, Plat.; mit πάλιν, z. B. εἱμαρμένη ἀναστρέφει πάλιν τὸν κόσμον Polit. 272 e; ebenso τὸν λόγον, wiederholen, Legg. I, 626 e; Xen. Hier. 4, 5 ἐμοὶ τοῦτ' ἀνέστραπται, bei mir ist das umgekehrt; vgl. Cyr. 8, 8, 13. – 2) oft intrans., umkehren, eigtl. sich umwenden, μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες Plat. Lach. 191 e; oft Xen. An., z. B. 4, 3, 29 ἀναστρέψαντες ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι. Dah. τὸ ἀναστρέφον, ein Gedicht, das man auch rückwärts lesen kann, s. Leon. Alex. 33 (VI, 323). – Ebenso med., Plat. Lach. 191 c; bes. von der Flucht umkehren, Halt machen gegen den Feind, Xen. Cyr. 2, 1, 9; An. 1, 10, 12 ἀνεστράφησαν; geradezu dem φεύγειν entgegengesetzt, Hell. 4, 3, 4; vgl. so ἀναστραφῆναι Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 12). – 3) pass. mit fut. med., wie versari, sich an einem Orte herumdrehen, sich da aufhalten, γαῖαν, Od. 13, 326, sich zu dem Lande hinwenden u. darin verweilen; μενόντων καὶ ἀναστρεφομένων ἐν μέσῳ Plat. Rep. VIII, 558 a; so ἐν φανε ρῷ Xen. Hell. 6, 4, 16; ἐν ὀφθαλμοῖς Plut. Rom. 9; vgl. Xen. Cyr. 8, 8, 7; von der Sonne, die sich am Himmel herumdreht, Mem. 4, 3, 8; οἱ ἐν τῇ γεωργίᾳ ἀναστρεφόμενοι, die sich mit dem Landbau beschäftigen, Oec. 5, 13; ἐν μέσαις εὐφροσύναις Ages. 9, 4, mitten unter Ergötzlichkeiten; ἐν ταῖς ἡγεμονείαις, Anführer sein, Pol. 9, 21, der es oft mit adv. verbindet, z. B. θρασέως, ῥᾳθύμως, ἀσεβῶς εἴς τινα, 1, 9. 86. 25, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστρέφω: ποιητ. ἀνστρέφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἀνέστροφα Θεόγνητος ἐν «Φάσματι» 1. 8, γυρίζω τι «ξανάστροφα», στρέφω τὰ ἄνω κάτω, ἀνατρέπω, μή πως... δίφρους ἀνστρέψειαν Ἰλ. Ψ. 436· ὁ γὰρ θεὸς πάντ᾿ ἀν. πάλιν Εὐρ. Ἱκ. 331· ἀν. γένος Ἀριστοφ. Ὄρ. 1240· ἀναστρέφειν τὴν καρδίαν, ἀναστρέφειν τὸν στόμαχον, ἐγείρειν ἔμετον, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν [τὴν καρδίαν] κτλ. Θουκ. 2. 49: ἀνατρέπω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 333, Εὐρ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 779: ‒ Παθ. μέλλ. ἀναστραφήσεται τὰ πράγματα Ἰσοκρ. 95Α· πρκμ., ἀνεστράφθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 129Ε· ὄρος... ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ἀνεσκαμμένον πανταχοῦ ἐν τῇ ζητήσει μετάλλων, Ἡρόδ. 6. 47, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 16, 11. ΙΙ. στρέφω ὀπίσω, φέρω ὀπίσω, τινὰ ἐξ ᾍδου Σοφ. Φ. 449, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1228· ἀναδικάζω τινά, ἢ σοὶ πάλιν ἀναστρέψω δίκην ὁ αὐτ. Βάκχ. 793· ὄμμ᾿ ἀν. κύκλῳ, περιστρέφω, ὁ αὐτ. Ἑλ. 1557: συλλέγω στρατιώτας, Ξεν. Ἑλ. 6. 2, 21. 2) ἀμετάβ., στρέφω ὀπίσω, γύρῳ ἢ πέριξ, ὑποστρέφω, ἀποχωρῶ, Ἡρόδ. 1. 80, καὶ συχν. παρ᾿ Ἀττ., ἰδίως κατὰ μετοχ., ἀναστρέψας ἀπήλαυνεν Ξεν. Ἀν. 1. 4, 5, κτλ.: ‒ ἀναστρέφον, τό, ἴδε ἀνακυκλικός. ΙΙΙ. παρὰ γραμμ., γράφω κατ᾿ ἀναστροφήν, ὡς π.χ. πέρι ἀντὶ περὶ Σχόλ. Ἑνετ. Ἰλ. Ι. 449. Β. Παθ., ἴδε ἀνωτ. Ι. ΙΙ. εἶμαι ἢ κατοικῶ ἔν τινι τόπῳ, ὡς τὸ Λατ. versari, ἀλλά τιν᾿ ἄλλην γαῖαν ἀναστρέψομαι, ἀλλὰ περιστρέφομαι εἰς ἄλλην τινὰ χώραν, Ὀδ. Ν. 326, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· (οὕτως, ἀναστρέφειν πόδα ἐν γῇ Εὐρ. Ἱππ. 1176)· ἀναστρέφεσθαι ἔν Ἄργει ὁ αὐτ. Τρῳ. 993· ἐν φανερῷ, ἐν μέσῳ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16, Πλάτ. Πολ. 558Α· ἀν. ταύτῃ Θουκ. 8. 94· ἐν εὐφροσύναις Ξεν. Ἀγησ. 9. 4· ἐν τοῖς ἤθεσι Πλάτ. Νόμ. 865Ε: ‒ οὕτως, ἀν. ἐν ξυμμαχίᾳ, διατελῶ ἐν συμμαχίᾳ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 2· ἀν. ἐν γεωργίᾳ, καταγίνομαι εἰς τὴν γεωργίαν..., ὁ αὐτ. Οἰκ. 5. 13· ἐπὶ κυνηγεσίαις Πολύβ. 32. 15, 19: ‒ καθόλου, διάγω, συμπεριφέρομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· θρασέως, ἀχαρίστως ἀν. εἴς τινα Πολύβ. 1. 9, 7., 25. 1, 10. 2) περιστρέφομαι, περιοδικῶς ἐπανέρχομαι, ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῷ οὐρανῷ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙΙ. ἐπὶ στρατιωτῶν, συναγείρομαι καὶ στρέφομαι κατὰ μέτωπον τοῦ ἐχθροῦ, ὅπως δεχθῶ τὴν ἔφοδον αὐτοῦ ἢ ἀντικρούσω αὐτόν, ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 10, 12, κτλ. 2) ἀνατρέπομαι, μετατρέπομαι, ἐμοὶ τοῦτ᾿ ἀνέστραπται ὁ αὐτ. Ἱέρ. 4. 5, πρβλ. Κύρ. 8. 8, 13, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5. 3) ἐπανέρχομαι, γεννῶμαι πάλιν, ἐκ γῆς πάλιν ἀναστρεφόμενον Πλάτ. Πολιτικ. 271Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 20.

French (Bailly abrégé)

A. (ἀνά, en haut) tourner sens dessus dessous : δίφρους IL renverser des chars ; τὴν πόαν XÉN retourner l’herbe (en labourant) ; Pass. ὄρος ἀνεστραμμένον HDT montagne qu’on a bouleversée (pour en exploiter les mines);
B. (ἀνά, en revenant sur ses pas);
I. tr. 1 ramener : τινα ἐξ ᾋδου SOPH ramener qqn des enfers ; particul. rallier des soldats;
2 tourner et retourner : πόδα EUR son pied, càd aller et venir, circuler;
II. intr. 1 revenir sur ses pas, revenir ; fig. reprendre son récit par le commencement;
2 faire volte-face;
3 tourner d’arrière en avant;
Moy. ἀναστρέφομαι;
1 tourner autour, accomplir sa révolution en parl. du soleil;
2 faire volte-face;
3 aller et venir, circuler, fréquenter, vivre habituellement : ἐν τῷ φανερῷ XÉN au grand jour ; vivre de tel ou tel genre de vie : ἐν τῇ γεωργίᾳ XÉN adonné à l’agriculture ; p. ext. se comporter : ὡς δεσπότης XÉN en maître;
4 aller et venir dans ; se trouver transporté dans : γαῖαν OD dans un pays.
Étymologie: ἀνά, στρέφω.