ἀνομολογούμενος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομολογούμενος Medium diacritics: ἀνομολογούμενος Low diacritics: ανομολογούμενος Capitals: ΑΝΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: anomologoúmenos Transliteration B: anomologoumenos Transliteration C: anomologoymenos Beta Code: a)nomologou/menos

English (LSJ)

η, ον,

   A not agreeing, inconsistent, ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ λόγος Pl.Grg.495a; ἀ. τοῖς προειρημένοις Arist.APr.48a21, cf. Chrysipp.Stoic.3.125.    2 not admitted, not granted, τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν Arist.Rh.1396b28, cf. 1400a15:—Adj., compd. of ἀ- priv. and ὁμολογούμενος; for a Verb ἀνομολογέομαι, disagree with, does not occur. Adv. -νως Gal.5.470.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογούμενος: -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, ἀσύμφωνος, ἀπᾴδων πρός τι, ἵνα ... μὴ ἀνομολογούμενος ᾖ ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος παραδεκτός, ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - ἐπειδὴ εἶναι ἐναντίον τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν ῥῆμα ἀνομολογέομαι μετὰ τῆς σημασίας διαφωνῶ πρός τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 non d’accord, contradictoire avec, τινι;
2 non convenu.
Étymologie: ἀ, ὁμολογέω.