ἀπαγής

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰγής Medium diacritics: ἀπαγής Low diacritics: απαγής Capitals: ΑΠΑΓΗΣ
Transliteration A: apagḗs Transliteration B: apagēs Transliteration C: apagis Beta Code: a)pagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι)

   A not firm or stiff, πῖλοι ἀπαγέες Hdt.7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, flabby, D.L.7.1, Poll.1.191.

German (Pape)

[Seite 273] ές (πήγνυμι), nicht zusammengefügt, nicht fest, πῖλος Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ μὴ στερεὸς ἢ σκληρός, μαλακός, πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας αὐτόθι 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, χαλαρός, πλαδαρός, χαῦνος, Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans consistance.
Étymologie: ἀ, πήγνυμι.