ορος, ὁ,
A sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).
ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.
ορος (ὁ, ἡ)aux morsures aiguë (lime).Étymologie: ὠκύς, δάκνω.