ἀπελαύνω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελαύνω Medium diacritics: ἀπελαύνω Low diacritics: απελαύνω Capitals: ΑΠΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: apelaúnō Transliteration B: apelaunō Transliteration C: apelayno Beta Code: a)pelau/nw

English (LSJ)

also ἀπέλα as imper. from pres. ἀπελάω, X.Cyr.8.3.32; Dor. impf. ἀπήλαον vulg. in Ar.Lys.1001 (but prob. ἀπήλααν,

   A = ἀπήλασαν, should be read): fut. -ελάσω LXXEz.34.12; Att. -ελῶ (also in Hdt.8.102): pf. -ελήλακα X.Cyr.4.2.10:—Pass., aor. -ηλάθην [ᾰ]: pf. part. ἀπεληλαμένος Artem.4 Prooem.:—Med., aor. -ηλασάμην AP7.303 (Antip. Sid.):—drive away, expel from a place, τινὰ δόμων, πόλεως, etc., E.Alc.553, etc.; ἀπὸ τόπου X.Cyr.3.2.16; ἀ. τινά drive away, banish him, S.OC93,1356, etc.; expel (from a society), X.An. 3.1.32; exclude, keep at a distance, Ar.Eq.58; remove, φόβον τινί X. Cyr.4.2.10; exclude from a thing, Id.HG3.2.31:—Med., ἀ. τί τινος ward off, avert from him, APl.c.    2 ἀ. στρατιήν lead away an army, Hdt.4.92: freq. abs. like ἀπάγω, march, depart, ἐς τὰς Σάρδις Id.1.77, cf. 5.25, etc.; πυρώσας τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς Id.8.102; also (sc. ἵππον) ride away, X.Smp.9.7, etc.    II Pass., to be driven away, ἐνθεῦτεν Hdt.5.94; ἐντεῦθεν εἰς ἄλλον τόπον X.Cyr.1.2.3; γῆς ἐμῆς πρός τινος S.OC599; to be excluded from a thing, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς] from the command, Hdt.7.161, cf. X.Cyr.1.2.15; τῆς πολιτείας Lys.18.5; τῶν ἀρχῶν Pl.R.564d; ἀ. τῆς φροντίδος to be far from, Hdt.7.205; ἐς πατέρ' ἀπηλάθην τύχης was barred from [good] fortune on my father's side, E.HF63; ἀ. φιλίας Them.Or.7.90c.

German (Pape)

[Seite 286] (s. ἐλαύνω), wegtreiben, fortjagen, Tragg. n. in Prosa überall, τινός, z. B. γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην Soph. O. C. 605; τῶν ἀρχῶν ἀπελαύνεσθαι, von den Aemtern ausgeschlossen werden, Plat. Rep. VIII, 564 d; Her. 7, 161; abgewiesen werden (mit einem Gesuche), 5, 94; ἀπελήλατο τῆς φροντίδος, er war weit entfernt von der Sorge, 7, 205; ἀφ' ἑαυτοῦ Xen. Mem. 2, 6, 12; ἀπὸ τόπου Cyr. 3, 2, 16; φόβον τινί 4, 2, 10. – Oft intrans., sc. στρατόν u. dgl., weggehen, abziehen, Her. 7, 210. 8, 96; Xen., der (von ἀπελάω) den imper. Pr. ἀπέλα hat, reite weg, Cyr. 8, 3, 32, wie bei Ar. Lys. 1001 ἀπήλαον dor. steht; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελαύνω: ὡσαύτως ἀπέλα ὡς προστακτ. ἐξ ἐνεστῶτος ἀπελάω Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32: Δωρ. παρατ. ἀπήλαον Ἀριστοφ. Λυσ. 1001: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ (ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 7. 210): πρκμ. -ελήλακα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: - Παθ., ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ]: - Μέσ., ἀόρ. -ηλασάμην. Ἀποδιώκω, ἀποβάλλω ἔκ τινος τόπου, τινὰ δόμων, πόλεως κτλ., Εὐρ. Ἄλκ. 553, κτλ.· ἀπὸ τόπου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 16: ἀπ. τινά, ἀποδιώκω, ἐξορίζω, Σοφ. Ο. Κ. 93. 1356, κτλ.: ἀποδιώκω, τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32: ἀποκλείω, τηρῶ εἰς ἀπόστασίν τινα, ἀπομακρύνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 58: ἀποτρέπω, ἀπομακρύνω, ὅτι μέγαν αὐτοῖς φόβον ἀπεληλακέναι ἐδόκει, ὅτι προεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ μεγάλου φόβου Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: ἀποκλείω ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 3. 2, 31: - Μέσ., ἀπ. τί τινος, ἀποκρούω, ἀποτρέπω ἀπ’ αὐτοῦ Ἀνθ. Π. 7. 303. 3) ἀπέλαυνε τὴν στρατιήν, ἦγε τὸ στράτευμα, Ἡρόδ. 4. 92: ἐντεῦθεν, συχνάκις, ἀπολ. ὡς τὸ ἀπάγω, ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 77. 5. 25, κτλ.· πυρώσας, τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς ὁ αὐτ. 8. 102: ὡσαύτως (ἐξυπακουομένης τῆς λέξ. ἵππον) ἀπέρχομαι ἔφιππος, Ξεν. Συμπ. 9, 7, κτλ. ΙΙ. παθ. ἀποδιώκομαι, ἐνθεῦτεν Ἡρόδ. 5. 94· ἐντεῦθεν εἰς ἄλλον τόπον Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· γῆς ἐμῆς πρός τινος Σοφ. Ο. Κ. 599: - ἀποκλείομαι ἀπό τινος πράγματος, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς], ἀπὸ τῆς ἀρχηγίας, Ἡρόδ. 7. 161, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1, 2, 15· τῆς πολιτείας Λυσ. 149. 34: τῶν ἀρχῶν Πλάτ. Πολ. 564D· ὡσαύτως, ἀπ. τῆς φροντίδος, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ..., Ἡρόδ. 7. 205· οὔτ’ ἐς πατέρ’ ἀπηλάθην τύχης, οὔτε καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, ἀπεκλείσθην [καλῆς] τύχης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 63· ἀπ. φιλίας Θεμίστ. 90C.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπελάσω, att. ἀπελῶ, ao. ἀπήλασα, pf. ἀπελήλακα;
Pass. ao. ἀπηλάθην, pf. ἀπελήλαμαι;
I. tr. 1 pousser hors de, chasser, exclure : φόβον τινί XÉN éloigner une crainte de qqn ; Pass. être écarté ou éloigné ; φροντίδος HDT être loin de penser que;
2 ἀπελαύνειν στρατιήν HDT porter une armée en avant;
II. intr. partir.
Étymologie: ἀπό, ἐλαύνω.