Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: ἀπείλημα | Medium diacritics: ἀπείλημα | Low diacritics: απείλημα | Capitals: ΑΠΕΙΛΗΜΑ |
Transliteration A: apeílēma | Transliteration B: apeilēma | Transliteration C: apeilima | Beta Code: a)pei/lhma |
ατος, τό,
A = ἀπειλή, S.OC660(pl.).
[Seite 283] τό, dasselbe, Soph. O. C. 666.
ἀπείλημα: -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.
ατος (τό) :
menace.
Étymologie: ἀπειλέω.