ἀποκοπή
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ἡ, (ἀποκόπτω)
A cutting off, κρατός A.Supp.841, cf. Hp.Mochl.34; lopping off a shoot for grafting, M.Ant.11.8: Medic., amputation, Archig. ap. Orib.47.13.3; stoppage, ἐμμηίνων Sor.1.26. 2 πεδίων ἀ., prob.their abrupt terminations, Plu.Phil.4, cf. Gp.12.41.1. 3 φωνῆς ἀ. loss of voice, Dsc.2.120, cf. Gal.13.31. II ἀποκοπαζ χρεῶν cancelling of all debts, And.1.88, Pl.R.566a, Jusj. ap. D.24.149, etc. III abruptness, esp. of literary style, Demetr.Eloc.238; ἀ. ῥυθμοῦ broken rhythm, ib.6; ἐξ ἀποκοπῆς abruptly, D.H.Th.52; also of disease, ἐξ ἀ. λυθῆναι to be suddenly cured, Gal.7.441. IV section, extract, λόγου Tryph.Trop.7. V in Gramm., apocope, cutting off of one or more letters, esp. at the end of a word, Arist.Po.1458b2 (pl.), cf. A.D.Synt.6.11; κατ' ἀποκοπήν Str.8.5.3; also of elliptical expressions, such as νὴ τόν, Ph.2.271.
German (Pape)
[Seite 308] ἡ. 1) das Abschlagen, Abhauen, κρατός Aesch. Suppl. 821; τῶν χρεῶν, Schuldentilgung, tabulae novae, Plat. Legg. V, 736 c u. öfter; Andoc. 1, 88 Dem. 24, 149 Plut. Sol. 15. – 2) Bei den Gramm. Weglassung eines oder mehrerer Buchstaben, bes. am Ende eines Wortes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοπή: ἡ, (ἀποκόπτω) τὸ ἀποκόπτειν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 841, Ἱππ. Μοχλ. 860· ἐν Ἀθήναις, ἀποκοπὴ χρεῶν = τῷ Ρωμ. tabulae novae, ἀπάλειψις τῶν παλαιῶν χρεῶν, Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Πολ. 566Α, Νόμ. 736C· οὐδὲ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπὰς Ὅρκος παρὰ Δημ. 746. 24, κτλ.· πρβλ. τὴν σεισάχθειαν τοῦ Σόλωνος, Πλουτ. Σόλ. 15. 2) ἐν Πλουτ. Φιλοπ. 4, πεδίων ἀπ., πιθ. τὰ ἀπότομα αὐτῶν πέρατα ἢ ὅρια. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἀποκοπή, τὸ ἀποκόπτειν ἓν ἢ περισσότερα γράμματα, ἰδίως εἰς τὸ τέλος λέξεως, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 22. 8· καὶ ἴδε τὴν λεξ. συγκοπή. ΙΙΙ. φωνῆς ἀπ., ἀπώλεια, ὅταν κόπτηται ἡ φωνή τινος, Διοσκ. 2. 146.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 retranchement, amputation ; fig. ἀποκοπή τῶν χρεῶν PLUT abolition ou remise des dettes ; t. de gramm. apocope;
2 pente abrupte.
Étymologie: ἀποκόπτω.