ἀπομερίζω
English (LSJ)
A divide off, separate, Pl.Plt.304a; ἑαυτοὺς τῆς ὁμιλίας Hierocl. in CA 24p.472M.:—Pass., to be distinguished, ἑτέρων συγγενῶν Pl.Plt.280b. 2 detail for special service, Plb.8.30.1; πρός or ἐπί τι, Id.3.101.9, 16.21.8:—Pass., πρός τι, Id.10.16.2; ἀπομερισθῆναι ἀριστίνδην to be selected by merit, Pl.Lg.855d:—also in Act., take as one's special province, Bito 56.3. b assign a detachment to a commander, τῆς δυνάμεώς τινι Plb.3.35.5. 3 impart, δεκάτην τινί J.AJ4.4.4. 4 send out branches, [ἡ ἀορτὴ] ἀ. ἑαυτῆς ἁπάσας τὰς ἀρτηρίας Gal.5.199.
German (Pape)
[Seite 314] abtheilen, trennen, τινός Plat. Polit. 280 b; aussondern, auswählen, ἀριστίνδην ἀπομερισθῆναι Legg. IX, 855 b; τῆς δυνάμεως τῷ Ἄννωνι μυρίους πεζούς Pol. 3, 35; πρός τι, einen Theil des Heeres wozu abschicken, detachiren, 3, 101, u. öfter; med., ἑκάστης ἡμέρας πρὸς τὴν πρᾶξιν ἀπομερίζονται τῶν ἀνδρῶν 10, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποχωρίζω ἢ διακρίνω ἀπὸ πλήθους, ἅ… τις ἀπομερίζων Πλάτ. Πολιτικ. 304Α: - Παθ., διακρίνομαι οὕτω, ὅτι… πολλῶν… ἑτέρων ξυγγενῶν ἀπεμερίσθη ὁ αὐτ. 280Β· ἀπομερισθῆναι ἀριστίνδην, ἐκλεχθῆναι κατ’ ἀξίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 855Ε. 2) ἀπ. πρὸς ἢ ἐπί τι, ἀποχωρίζω, ἀποσπῶ διά τινα ὐπηρεσίαν, Πολύβ. 3. 101, 9., 8. 32, 1. 3) μεταδίδωμι, τινί τι ὁ αὐτ. 3. 35, 5.
French (Bailly abrégé)
1 détacher une part;
2 distinguer, séparer de, gén. ; choisir parmi, gén..
Étymologie: ἀπό, μερίζω.