ἀριστεύω

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεύω Medium diacritics: ἀριστεύω Low diacritics: αριστεύω Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: aristeúō Transliteration B: aristeuō Transliteration C: aristeyo Beta Code: a)risteu/w

English (LSJ)

   A to be best or bravest, αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Il.6.208; ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι 11.409; ἐν ἀέθλοισιν ἀ. Pi.N.11.14; gain the prize for valour (v. ἀριστεῖα, τά), gain the highest distinction, Hdt.3.55, 9.105, Pl.R.468b, Isoc.9.16.    2 c. gen., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων he was the best of the Trojans... Il.6.460, cf. Hdt.5.112, 7.106, al.; οὕνεκα βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων Il.11.627, cf. Pi.N.10.10.    3 c. inf., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι he was best at fighting, Il.16.292,551, etc.; ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων, v. supr.    4 c.acc.rei, ἀ. τι to be best in a thing, στάδιον Pi.O.10(11).64, cf. 13.43; ἰάλεμον Theoc.15.98.    5 c. acc. cogn., win as ἀριστεῖα, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας S.Aj. 435, cf. 1300; πάντα ἀ. Id.Tr.488, Pl.R.540a; μεμιγμένην ἀριστείαν ἀ. Plu.Pel.34.    II of things, to be best, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονός best of all lands on fruitful earth, Pi.N.1.14; τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ A.Pr.890 (lyr.); of an opinion, prevail, Hdt.7.144.

German (Pape)

[Seite 352] ein ἀριστεύς sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χθονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέθλοις Pind. N. 11, 14; πάντα πάντῃ ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ πρῶτα καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; γνώμη ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστεύω: εἶμαι ὁ ἄριστος ἢ ὁ γενναιότατος, συχνὰ παρ’ Ὁμ.· αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Ἰλ. Ζ. 208· ὃς δέ κ’ ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι Λ. 409· ἀρ. ἐν ἀέθλοις Πινδ. Ν. 11. 18: - λαμβάνω τὸ ἀριστεῖον ἐπ’ ἀνδρείᾳ (ἴδε ἀριστεῖα, τά,) ἀξιοῦμαι ὑψίστης τιμῆς, Ἡρόδ. 3. 55., 9. 105, Πλάτ. Πολ. 468B, 540A. 2) μετὰ γεν., ἀριστεύεσκε... Τρώων, ἦτο ὁ ἄριστος, ὁ πρῶτος τῶν Τρώων.., Ἰλ. Ζ. 460, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 112., 7. 206, κ. ἀλλ.· οὕνεκα βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων Ἰλ. Λ. 627, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 17. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι, ἦτο πρῶτος ἐν μάχῃ, ἐν τῷ μάχεσθαι, Ἰλ. Π. 292, 551, κτλ.· ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρὼων ἴδε ἀνωτ. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀρ. τι, εἶμαι ἄριστος ἔν τινι, Πινδ. Ο. 10 (11). 76., 13. 61· ἀρ. Σπέρχιν, εἶμαι ἄριστος εἰς [τὸ ᾄδειν] Σπέρχιν τὸν ἰάλεμον (κατὰ Meineke πέρυσιν τὸν ἰάλεμον), Θεόκρ. 15. 98. 5) μετὰ συστοίχου αἰτ., πρῶτα καλλιστεῖ’ ἀριστεύσας = τῷ ἀριστεῦσαι τὰ κ. λαβών, Σοφ. Αἴ. 435, πρβλ. 1300· πάντα ἀρ. Πλάτ Πολ. 540A· ἀριστείαν ἀρ. Πλουτ. Πελοπ. 34. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀριστεύουσα χθονὸς εὐκάρπου, ἡ ἀρίστη μεταξὺ πασῶν τῶν χωρῶν τῆς καρποφόρου γῆς, Πινδ. Ν. 1. 20· τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει Αἰσχύλ. Πρ. 890· ἐπὶ γνώμης, θεωροῦμαι ἀρίστη, ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ, Ἡρόδ. 7. 144.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠρίστευον, ao. ἠρίστευσα, pf. ἠρίστευκα;
I. intr. être le meilleur ou le plus brave, exceller ; avec un gén. : ἀ. Τρώων IL être le premier des Troyens ; ἀ. τινί τινος IL l’emporter sur qqn en qch ; ἀ. ἔν τινι l’emporter en qch ; ἀ. μάχεσθαι IL être le plus brave ou le plus fort dans le combat ; avec un suj. de chose l’emporter, prévaloir;
II. tr. 1 dompter par sa valeur, vaincre, acc.;
2 remporter le premier prix, remporter comme prix : τὰ πρῶτα SOPH la première récompense.
Étymologie: ἄριστος.