ἀφῆλιξ
English (LSJ)
Ion. ἀπῆλιξ, ῐκος, ὁ, ἡ,
A beyond youth, elderly, ἀνὴρ ἀπηλικέστερος Hdt.3.14, cf. Hp.Mul.2.120, Alciphr.1.6; ἀφηλικεστάτην Pherecr.206: acc. to Phryn.PSp.1 B., only in Comp. and Sup.; but Posit. in h.Cer.140, Cratin.369, Phryn.Com.67 (who used it of young persons, cf. ἀφηλικεστέραν· νεωτέραν, Hsch., and so later Aristobul.Jud. ap. Eus.PE8.10). II minor, infant, in law, POxy. 487.5.
German (Pape)
[Seite 409] ικος, über die jugendlichen Jahre hinaus, ὡς ἄπο τῆς ἡλικίας ὤν B. A. 1, wo auch der Gebrauch des Positivs getadelt ist, obgleich in H. h. Cer. 140 γυναικὸς ἀφήλικος steht, wie γέρων Cratin. Poll. 2, 17; vgl. Schol. Ar. Plut. 330; Ael. H. N. 14, 18; Luc. Pseud. 15; Greg. Cor. p. 529 ἀφηλικέστερον τὸν πρεσβύτερον; s. Her. 3, 14; Themist. 26 p. 328 a; – Phryn. com. bei Poll. 2, 17 = jung, was B. A. 470 n. Phryn. 84 getadelt wird, wo Lob. zu vgl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῆλιξ: Ἰων. ἀπῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπερβὰς τὴν μέσην ἡλικίαν, κλίνων πρὸς τὸ γῆρας, ἀνὴρ ἀπηλικέστερος Ἡρόδ. 3. 14· ἀφηλικεστέραν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 65· κατὰ τὸν Φρύν. ἐν Α. Β. 3, ἡ χρῆσις τῆς λέξεως περιωρίζετο εἰς τὸ συγκριτικόν, ἀλλὰ τὸ θετικὸν ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 140, παρὰ Κρατίνῳ ἐν Ἀδήλ. 95, Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8 (ὅστις μετεχειρίζετο αὐτὴν ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν), Λοβ. Φρύν. 84.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ, ἡ)
qui a passé l’âge de l’adolescence, qui n’est plus jeune.
Étymologie: ἀπό, ἧλιξ.