βόσκω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
impf. ἔβοσκον, Ep.
A βόσκε Il.15.548: fut. -ήσω Od.17.559, Ar.Ec.590: aor. ἐβόσκησα Gp.18.7: pf. βεβόσκηκα PMag.6.13 (iii B. C.):—Pass. and Med. (v. infr. 11); Ion. impf. βοσκέσκοντο Od.12.355: fut. βοσκήσομαι Sarap. in Plu.2.398d, Dor. βοσκησεῦμαι Theoc. 5.103: aor. ἐβοσκήθην Nic. Th.34, Babr.89.7. I prop. of herdsmen, feed, tend, αἰπόλια Od. 14.102; ταὦς Stratt.27; ὁ βόσκων the feeder, Arist.HA540a18. 2 generally, feed, nourish, βόσκει γαῖα . . ἀνθρώπους Od.11.365, cf. 14.325; γαστέρα βοσκήσεις 17.559; πάντα βόσκουσαν φλόγα . . Ἡλίου S.OT1425; maintain, keep, ἐπικούρους Hdt.6.39; ναυτικόν Th.7.48; γυναῖκας Ar.Lys.260; οἰκέτας ib.1204, Herod.7.44: metaph., β. νόσον S.Ph.313; πράγματα β. troubles, i.e. children, Ar.V.313. II Pass., of cattle, feed, graze, Od.21.49, etc.; ξύλοχον κάτα Il.5.162: c.acc., feed on, ποίην h.Merc.27,232, cf. A.Ag.118 (lyr.), Arist.HA591a16, al.; τινί A.Th.244. 2 metaph., to be fed or nurtured, ἰυγμοῖσι Id.Ch.26 (lyr.); κούφοις πνεύμασιν S.Aj. 558; ἐλπίσιν E.Ba.617; β. τινί or περί τι run riot in a thing, AP 5.271 (Paul. Sil.), prob. in 285 (Id.). (g[uglide]ō, cf. Lith. guotas 'herd'.)
German (Pape)
[Seite 454] fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῦρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονθ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηθείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσθαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.
Greek (Liddell-Scott)
βόσκω: παρατ. ἔβοσκον, Ἐπ. βόσκε Ἰλ. Ο. 548· μέλλ. -ήσω
French (Bailly abrégé)
f. βοσκήσω, ao. ἐβόσκησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐβοσκήθην;
1 mener paître, acc.;
2 donner la pâture à, nourrir ; fig. β. νόσον SOPH alimenter ou entretenir une maladie;
Moy. βόσκομαι (f. βοσκήσομαι) paître : β. λειμῶνι IL, OD se repaître de l’herbe de la prairie ; fig. se repaître de : ἰυγμοῖσι ESCHL de sanglots.
Étymologie: R. Βοτ, nourrir ; v. βοτόν, βοτάνη ; cf. lat. vescor = βόσκομαι.