γίγνομαι
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
Ion. and after Arist. γίνομαι [ῑ], (Att. Inscrr. have γιγν- in fifth and fourth cent., cf. IG2.11.9, 1055.25, etc.); Thess. γίνυμαι IG9(2).517.22; Boeot. γίνιουμαι ib.7.3303: fut. γενήσομαι: aor. ἐγενόμην (
A ἐγενάμην LXXJe.14.1, al. (προ-) Decr.Byz. ap. D.18.90), Ion. 2sg. γένευ Il.5.897, 3sg. γενέσκετο Od.11.208, ἔγεντο Hes.Th.705, Sapph.16, Pi.P.3.87, Parm.8.20, IG4.492 (Mycenae), prob.in Scol. 19; Ep. γέντο Hes.Th.199, Emp.98.5, Call.Jov.1.50, Theoc.14.27, etc. (gṇ-το): pf. γέγονα Il.19.122, etc.: 3pl. γέγοναν Apoc.21.6: plpf. ἐγεγόνει Lys.31.17, etc.; Ion. ἐγεγόνεε Hdt.2.2; Ep. forms (as if from pf. γέγᾰα), 2pl. γεγάᾱτε Batr.143; γεγάᾱσι Il.4.325, freq. in Od.: 3pl. γεγᾱκᾰσιν cj. in Emp.23.10: 3dual plpf. ἐκ-γεγάτην [ᾰ] Od.10.138; inf. γεγάμεν [ᾰ] Pi.O.9.110, (ἐκ) Il.5.248, etc.; part. γεγᾰώς -ᾰυῖα, pl. -ᾰῶτες, -ᾰυῖαι Hom., etc., contr. γεγώς, -ῶσα S.Aj.472, E.Med.406; inf. γεγᾱκειν Pi.O.6.49: Med. forms ἐκγεγάασθε Epigr.Hom.16, ἐκ-γεγάονται (in fut. sense) h.Ven.197 (s.v.l.):—Pass. forms, fut. γενηθήσομαι (only in Pl.Prm.141e, οὔτε γενήσεται, οὔτε γενηθήσεται, cf. Procl.in Prm.p.963 S.): aor. ἐγενήθην Epich.209, Archyt.1, Hp.Epid.6.8.32,7.3, later Att., Philem. 95.2 and 167, IG2.630b10 (i B. C.) and Hellenistic Gk., Plb.2.67.8, D.S.13.51: pf. γεγένημαι Simon.69, freq. in Att. Poets and Prose, in Att. inscr. first in cent. iv, IG2.555: 3pl. γεγενέανται Philet. ap.Eust.1885.51: plpf. ἐγεγένητο Th.7.18, al.; cf. γείνομαι:—come into a new state of being: hence, I abs., come into being opp. εἶναι, Emp.17.11, Pl.Phd.102e, cf. Ti.29a; and so, 1 of persons, to be born, νέον γεγαώς new born, Od.19.400; ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας born (and so living) under Tmolus, Il.2.866; ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γ. Hes.Op.175; γιγνομέναισι λάχη τάδ' . . ἐκράνθη at our birth, A.Eu.347; γ. ἔκ τινος Il.5.548, Hdt.7.11; πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ E.IA406, cf. Isoc.5.136; σέθεν . . ἐξ αἵματος A.Th. 142; less freq. ἀπό τινος Hdt.8.22, etc.; ἐσθλῶν E.Hec.380, etc.; γεγονέναι κακῶς, καλῶς, Ar.Eq.218, Isoc.7.37, etc.; κάλλιον, εὖ, Hdt. 1.146, 3.69; τὸ μὴ γενέσθαι not to have been born, A.Fr.401: freq. with Numerals, ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς Hdt.1.119; ἀμφὶ τὰ πέντε ἢ ἑκκαίδεκα ἔτη γενόμενος X.Cyr.1.4.16; γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα D. 21.154; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες those of an age beyond... X.Cyr.1.2.4: c. gen., γεγονὼς πλειόνων ἐτῶν ἢ πεντήκοντα Pl.Lg. 951c, etc.: rarely with ordinals, ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc.Macr. 22, cf. Plu.Phil.18. 2 of things, to be produced, ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51; opp. ὄλλυσθαι, Parm.8.13,40; opp. ἀπόλλυσθαι, Anaxag.17, cf. Pl.R.527b, etc.; opp. ἀπολείπειν, Diog. Apoll.7; opp. ἀπολήγειν, Emp.17.30; τὰ γιγνόμενα καὶ ἐξ ὧν γίγνεται Pl.Phlb.27a; ἁπλῇ διηγήσει ἢ διὰ μιμήσεως γ. Id.R.392d; ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος X.Mem.3.6.13; τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα ib.2.9.4; of profits, καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γ. Id.Cyr.1.1.2, etc.; τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένοντο were the produce of, i.e. were worth, 4 talents, Id.HG4.2.7; τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον ἀργύριον produced by [the ransom of]... Id.An.5.3.4; of sums, ὁ γεγονὼς ἀριθμὸς τῶν ψήφων the total of the votes, Pl.Ap.36a; ἕκατον εἴκοσι στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι ἑξήκοντα [δραχμαί] 120 staters amount to 3,360 drachmae, D.34.24; so in Math., of products, ὁ ἐξ αὐτῶν γενόμενος ἀριθμός Euc.7.24; ἀριθμὸς γενόμενος ἑκατοντάκις multiplied by 100, Papp.10.13; of times of day, ὡς ἡ ἡμέρα ἐγένετο Th.7.81, etc.; ἕως ἂν φῶς γένηται Pl.Prt.311a; ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Th.4.32; of Time in general, elapse, διέτης χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα πρήσσουσι Hdt.2.2; χρόνου γενομένου D.S.20.109. b falldue, οἱ γιγνόμενοι δασμοί X.An.1.1.8; τοὺς τόκους τοὺς γ. Isoc.17.37; τὸ τίμημα τὸ γ., τὸ γ. ἀργύριον, D.24.82, Syngr. ap. eund.35.11; τὸ γ. μέρος X.HG7.4.33; τὸ γ. τοῖ πλήθι τᾶς ζαμίαυ IG5(2).6A20 (Tegea, iv B. C.): c. dat., τὸ γ. τινὶ ἔλαιον UPZ 19.32 (ii B. C.); τοῖς γείτοσι τὸ γ. Thphr.Fr.97; τὰ γ. dues, PHib.1.92 and 111 (iii B. C.): hence γιγνόμενος regular, normal, τίμημα, χάρις, D. 38.25; ἐν ταῖς γ. ἡμέραις in the usual number of days, X.Cyr.5.4.51; freq. in later Gk., as Luc.Tox.18, etc. 3 of events, take place, come to pass, and in past tenses to be, καί σφιν ἄχος κατὰ θυμὸν ἐγίγνετο Il.13.86, etc.; μάχη ἐγεγόνει Pl.Chrm.153b, etc.; ἐκεχειρία γίγνεταί τισι πρὸς ἀλλήλους Th.4.58; ἡ νόσος ἤρξατο γίγνεσθαι Id.2.47; πνεῦμα εἰώθει γ. ib.84; τὰ Ὀλύμπια γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, are held, X.HG7.4.28, Aeschin.3.41, etc.; ψήφισμα γ. is passed, X.Cyr.2.2.21; πιστὰ γ., ὅρκοι γ., pledges are given, oaths taken, ib.7.4.3, D.19.158; γίγνεταί τι ὑπό τινος (masc.), X.An.7.1.30, (neut.) Pl.Tht.200e; τὰ γιγνόμενα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων Th.6.88; τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.Praef.; ὕβρισμα ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Id.3.48; ἀπό τινος γ. X.An.5.6.30; παρά τινος Pl.R.614a; ὃ μὴ γένοιτο which God forbid, D.10.27,28.21; but γένοιτο, = Amen, LXX Is.25.1; γένοιτο γένοιτο ib.Ps.71(72).19: Math., γεγονέτω suppose it done, Euc.6.23, etc.; γέγονε it is done, Apoc.16.17: c. dat. et part., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (v. βούλομαι, ἄσμενος) ; οὐκ ἂν ἐμοί γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, i.e. I could not hope to see these things take place, Od.3.228; ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Hdt.9.46, etc.; of sacrifices, omens, etc., οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά ib.61, cf.62; τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγένετο X.An.6.4.9: abs., τὰ διαβατήρια ἐγ. were favourable, Th.5.55; θυομένῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά X.HG3.1.17: in neut. part., τὸ γενόμενον the event, the fact, Th.6.54; τὰ γενόμενα the facts, X.Cyr.3.1.9, etc.; τὸ γιγνόμενον Pl.Tht.161b, etc.; τὰ γεγενημένα the past, X.An.6.2.14; τὸ γενησόμενον the future, Th.1.138; τὰ γεγονότα, opp. ὄντα, μέλλοντα, Pl.R.392d, cf. Lg.896a: of Time, ὡς τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο Hdt.1.113; ἕως ἄν τινες χρόνοι γένωνται Pl.Phd. 108c; but in pf. and plpf., to have passed, ὡς διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε Hdt.2.2; πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Pl.Prt.320a: impers., ἐγένετο or γέγονεν ὥστε . . it happened, came to pass that... X.HG5.3.10, Isoc. 6.40, etc.; ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν . . καὶ ἐθυμώθη it came to pass, when he heard . . that... LXX Ge.39.19; ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι . . καὶ διήρχετο Ev.Luc.17.11: c. inf., γίνεται εὑρεῖν it is possible to find, Thgn.639; ἐγένετο, c. acc. et inf., it came to pass that, Act.Ap.9.3, al., PAmh.2.135.10 (ii A. D.): c. dat. et inf., ἐάν σοι γένηται στραφῆναι Epict.Ench. 23. II folld. by a Predicate, come into a certain state, become, and (in past tenses), to be, 1 folld. by Nouns and Adjs., δηΐοισι δὲ χάρμα γ. Il.6.82, cf. 8.282; σωτὴρ γενοῦ μοι A.Ch.2; κωλυτὴς γ. τινός Th.3.23; [οὖροι] νηῶν πομπῆες γ. Od.4.362, etc.; πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται turning every way, ib.417; παντοῖος γ., folld. by μή, c. inf., Hdt.3.124; παντοῖος γ. δεόμενος Id.7.10.γ; ἐκ πλουσίου πένης γ. X.An.7.7.28; δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γ. Pl.R.572d: rarely c. part., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, i.e. προδότης ἡμῶν, S.Aj.588, cf. Ph. 773; μὴ ἀπαρνηθεὶς γένῃ Pl.Sph.217c; ἀποτετραμμένοι ἐγένοντο Th. 3.68, etc.: with Pron., τί γένωμαι ; what am I to become, i.e. what is to become of me? A.Th.297, cf. Theoc.15.51; οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται Th.2.52; less freq. with masc., οὐδ' ἔχω τίς ἂν γενοίμαν A.Pr.905; γίγνονται πάνθ' ὅτι βούλονται Ar.Nu.348. b in past tenses, having ceased to be, ὁ γενόμενος στρατηγός the ex-strategus, POxy.38.11 (i A. D.); ἡ γ. γυνή τινος the former wife, PFlor.99.4 (i/ii A. D.). 2 with Advbs., κακῶς χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι Hdt.1.8; εὖ, καλῶς, ἡδέως γ., it goes well, etc., X.An.1.7.5, Arr.Epict.3.24.97, LXX To. 7.9; with personal construction, οἱ παρὰ Πλάτωνι δειπνήσαντες ἐς αὔριον ἡδέως γίγνονται Plu.2.127b; δίχα γ. τοῦ σώματος to be parted from... X.Cyr.8.7.20; τριχῇ γ. to be in three divisions, Id.An.6.2.16; γ. ἐμποδών, ἐκποδών, E.Hec.372, X.HG6.5.38, etc. 3 folld. by oblique cases of Nouns, a c. gen., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, become one of... Hdt.5.25, X.Cyr.1.2.15, cf. Ar.Nu.107, etc.; βουλῆς γεγονώς D.C.36.28 (cf. supr.1.b); fall to, belong to, ἡ νίκη Ἀγησιλάου ἐγεγένητο X.HG4.3.20; to be under control of, ὁ νοῦς ὅταν αὑτοῦ γένηται S. OC660, cf. Pl.Phdr.250a (s. v.l.); ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι D.4.7 (also ἐντὸς ἑωυτοῦ γ. Hdt.1.119; ἐν ἑαυτῷ γ. X.An.1.5.17; ἐν σαυτοῦ γενοῦ S.Ph.950); τὴν πόλιν ἐλπίδος μεγάλης γινομένην Plu.Phoc.23: of things, to be at, i.e. cost, so much, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ' ἑκατὸν τοὐβολοῦ Ar.Eq.662, cf.X.Oec.20.23. b c. dat., fall to, i. e. as wife, LXXNu.36.11. c with Preps., γ. ἀπὸ δείπνου, ἐκ θυσίας, have done... Hdt.2.78, 1.50; πολὺν χρόνον γ. ἀπό τινος to be separated from... X.Mem.1.2.25; γ. εἴς τι turn into, τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθόν Thgn.162; freq. in LXX, ἐγενήθη μοι εἰς γυναῖκα Ge.20.12; εἰς βρῶσιν ib.La.4.10; εἰς οὐδέν, εἰς κενόν, Act.Ap.5.36, 1 Ep.Thess. 3.5; ἐς Αακεδαίμονα Hdt.5.38 (in Hom. even without Prep., ἐμὲ χρεὼ γ. Od.4.634); γ. τι εἴς τινα comes to him, of a dowry, Is.3.36; of a ward, And.1.117; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι to be out of sight, Hdt.5.24; ἐξ ἀνθρώπων γ. disappear from... Paus.4.26.6; γ. ἐν Χίῳ Hdt.5.33, etc.; γ. ἐν... to be engaged in... οἱ ἐν ποιήσει γινόμενοι in poetry, Id.2.82; ἐν [πολέμῳ] Th.1.78; ἐν πείρᾳ γ. τινος X.An.1.9.1; ἐν ὀργῇ, ἐν αἰτίᾳ πρός τινα γ., Plu.Flam.16, Rom.7; of things, ἐν καιρῷ γ. to be in season, X.HG4.3.2; ἐν τύχῃ γ. τινί τι Th.4.73; γ. διὰ γηλόφων, of a road, X.An.3.4.24; but δι' ἔχθρας γ. τινί to be at enmity with, Ar.Ra.1412; γ. ἐπὶ ποταμῷ arrive or be at... Hdt.1.189, etc.; γ. ἐπί τινι fall into or be in one's power, X.An.3.1.13, etc.; ἐπὶ συμφοραῖς γ. D.21.58 codd. (-ᾶς Schaefer); γ. ἐπί τινι, also, to be set over... X.Cyr.3.3.53; γ. ἐφ' ἡμῶν αὐτῶν to be alone, Aeschin.2. 36; γ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως D.C.43.48; γ. ἐπ' ἐλπίδος to be in hope, Plu.Sol.14: Math., γ. ἐπὶ ἀριθμόν to be multiplied into a number, Theol.Ar.3; γ. κατά τινα or τι to be near . . or opposite to... in battle, X.Cyr.7.1.14, HG4.2.18; but κατὰ ξυστάσεις γ. to be formed into groups, Th.2.21; καθ' ἓν γ. Id.3.10; καθ' αὑτοὺς γ. to be alone, D.10.52; γ. μετὰ τοῦ θείου to be with God, X.Cyr.8.7.27, etc.; ἡ νίκη γ. σύν τινι Id.Ages.2.13; γ. παρ' ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι to be present on both sides, Th.5.26; γ. παρά τι to depend upon... D.18.232; γ. περὶ τὸ συμβουλεύειν to be engaged in... Isoc.3.12; γενοῦ πρός τινα go to So-and-so, PFay.128, etc.; γ. πρὸς τῇ καρδίᾳ to be at or near... Pl.Phd.118, etc.; γ. πρός τινι to be engaged in... Isoc. 12.270, D.18.176; αὐτὸς πρὸς αὑτῷ meditate, Plu.2.151c; so γ. πρὸς τὸ ἰᾶσθαι Pl.R.604d; πρὸς παρασκευήν Plb.1.22.2: impers., ἐπεὶ πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο X.HG2.4.6; γενέσθαι πρός τινων to be inclined towards them, Hdt.7.22; γ. πρὸ ὁδοῦ to be forward on the way, Il.4.382; γ. ὑπό τινι to be subject to... Hdt.7.11, Th.7.64; γ. ὑπὸ ταῖς μηχαναῖς to be under the protection of... X.Cyr.7.1.34. 4 γίγνεται folld. by pl. nouns, ἵνα γίγνηται . . ἀρχαί τε καὶ γάμοι Pl.R.363a, cf. Smp.188b; ἐγένετο . . ἡμέραι ὀκτώ Ev.Luc.9.28. (Cf. jánati 'procreate', jánas ( = γένος), Lat. gigno, gnatus.)
German (Pape)
[Seite 491] werden; entstanden aus γιγένομαι, Wurzel γεν mit Reduplication, vgl. gigno (aus gigeno), genui; ion. u. seit Arist. gew. γίνομαι, was Moeris tadelt; fut. γενήσομαι; aor. ἐγενόμην; sync. ἔγεντο Hes. Th. 705; Pind. P. 3, 87. 4, 28; γέντο Sp. Ep.; perf. γεγένημαι u. γέγονα, wozu die syncopirten Formen bei Hom. u. andern Dichtern γέγαμεν, γεγάασι, γεγάατε, Batrach. 143, inf. γεγάμεν, partic. γεγαώς, γεγαυῖα, Tragg. zsgz. γεγώς, γεγῶσα, auch Ar. Lys. 641; Philem. Stob. fl. 30, 4 u. a. com.; Sp., Pol. u. Folgde, wie N. T. brauchen ἐγενήθην für ἐγενόμην, was eigtl. nach Phryn. p. 108 dorischer Gebrauch war u. sich in ἐξεγενήθη, s. unt., auch bei Plat. findet; auch Philem. compar. Men. et Phil. p. 360. 361; γενηθήσομαι, was bei Plat. Parm. 141 e dem γενήσομαι gegenübersteht, ist vielleicht mit Schleiermacher in γεγενήσεται zu ändern; Pind. hat wie von γέγηκα den inf. γεγάκειν Ol. 6, 49, wozu Hesych. einen Conj. γεγάκω anführt; ἐγεινάμην s. oben unter γείνομαι. – 1) werden, nach Plat. Parm. 156 a οὐσίας μεταλαμβάνειν; Ggstz ἀπόλλυσθαι 163 d (Xen. Mem. 1, 1, 15); εἶναι Phaed. 102 e u. öfter; τὸ γεγονός, im Ggstz von τὸ κατὰ ταὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχον Tim. 29 a. – a) geboren werden, von Menschen u. lebenden Wesen übh.; seltener von Pflanzen, wachsen, d. h. entstehen, hervorgebracht werden, wie Od. 9, 51; vgl. Arist. rhet. 2, 15 τὰ κατὰ τὰς χώρας γιγνόμενα, ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος; Ggstz θανεῖν, Hes. O. 173; ἔκ τινος Il. 5, 548. 6, 206; Her. 7, 11; πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ γεγώς Eur. I. A. 407; ἐξ ὧν γίγνεται πάντα Plat. Phil. 27 a; οἱ ἐξ ἡμῶν γεγονότες Isocr. 5, 136; – τινός Eur. Hec. 383; πατρὸς μὲν λέγεται Κῦρος γενέσθαι Καμβύ. σου Xen. Cyr. 1, 2, 1; Plat. Prot. 328 c; – ἀπό τινος, abstammen, Her. 8, 22; ἀπὸ θεοῦ Plat. Soph. 265 c; Xen. Cyr. 4, 1, 24 An. 2, 1, 3 (vgl. τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένοντο, sie wurden von 4 Talenten genommen, d. i. betrugen 4 T., Xen. Hell. 4, 2, 7); κακῶς γέγονας, von schlechter, gemeiner Herkunft, Ar. Equ. 218; Plat. Theaet. 173 b; καλῶς γεγονότες Isocr. 7, 37; γεγενῆσθαι Dem. 60, 3; κάλλιον, εὖ, Her. 1, 146. 3, 69; – ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς, 13 Jahr alt, Her. 1, 119; u. so überall bei Att,; mit dem Zusatz ἀπὸ γενεᾶς Xen. Cyr. 1, 2, 13; seltener steht der gen. in dieser Vrbdg, Isocr. 12, 3, von Bekker in den acc. verändert; Plat. Lgg. XII, 951 c; Plut. Pyrrh. 3; Ael. V. H. 3, 19; τέταρτον καὶ ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc. Macrob. 22; vgl. Plut. Philop. 18. – b) übh. werden, u. γέγονα, gew o rd en sein, = εἶναι, oft, z, B. Plat. Phaed. 64 c; aber Ion. 532 b καί εἰσι ἢ γεγόνασιν ἀγαθοί u. öfter zur Bezeichnung der Vergangenheit, Gegenwart u. Zukunft; γεγονότα ἢ ὄντα ἢ μέλλοντα Rep. III, 392 d; γ. ἢ ὄντα ἢ ἐσόμενα Legg. X, 896 a; γενόμενον καὶ – Phil. 65 e; τὸ γενησόμενον, der Erfolg, Thuc. 1, 138. – c) entstehen, geschehen, sich ereignen, in mannigfachen Vrbdgn; so bei Hom. Πηλείωνι δ' ἄχος γένετο Iliad. 1, 188, ihm entstand Zorn, d. h. er ward zornig; Τρώων ἀγορὴ γένετο Iliad. 7, 345, es fand eine Versammlung statt; ἴδμεν δ' ὅσσα γένηται ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Odyss. 12, 191, Alles was sich auf Erden ereignet; ὕβρισμα ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Her. 3, 48; γάμοι γίγνονται, ὅρκοι u. ähnl.; πνεῦμα γίγνεται, es tritt Wind ein, Thuc. 2, 84; τὰ ὑπ' αὐτοῦ γιγνόμενα καλὰ γίγνεται Plat. Theaet. 200 e, wie Xen. An. 7, 1, 30; κακῶς γίγνεταί τινι, es geht Einem schlecht, Her. 1, 8. 9, 109 u. ä. oft; – γίγνεται εὑρεῖν, es trifft sich, daß man findet, Hes. Th. 639; γένοιτό μοι λαβεῖν Xen. Cyr. 6, 3, 11; vgl. Oec. 17, 3 u. Plat. Rep. III, 397 b; mit folgdm ὥστε, z. B. πολλάκις γέγονεν, ὥστε καὶ τοὺς μείζω δύναμιν ἔχοντας ὑπὸ τῶν ἀσθενεστέρων κρατηθῆναι Isocr. 6, 40; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 10 Cyr. 8, 2, 2; – aber auch = freistehen, möglich sein, An. 1, 9, 13; Plat. Rep. III, 397 b; θαυμάζω εἴ τῳ γέγονεν, ἂν τὰ παρόντα ἀναλώσῃ, εὐπορῆσαι Dem. 3, 19; – τὰ γιγνόμενα λέγειν, sagen wie es wirklich ist, die Wahrheit, Her. 2, 28; Plat. Theaet. 175 b u. sonst; γενομένης τῆς ἀπειλῆς, da sie in Erfüllung ging, Dem. 24, 141. – d) von der Zeit; im eigtl. Sinne, ἡμέρα, δείλη γίγνεται; Plat. Epinom. 985 e ἥλιος, ἡ σελήνη, vom Aufgehen derselben; herankommen, ὡς δὲ τρίτη ἡμέρα τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, als der dritte Tag herangekommen, d. i. den dritten Tag, nachdem der Knabe ausgesetzt worden, Her. 1, 113; verstreichen, ὡς γὰρ διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα τῷ ποιμένι πρήσσοντι 2, 2; πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Plat. Prot. 320 a; vgl. Phaed. 108 c; χρόνου γενομένου, nach Verlauf einer Zeit, D. Sic. 20, 109. – e) beim Zählenn. R ech nen: sich als Resultat ergeben, ὁ γεγονὼς ἀριθμός Plat. apol. 36 a; ἐγένοντο μύριοι, es kamen heraus, machten aus, Xen. An. 1, 9, 1 Cyr. 1, 5, 5; Thuc. 3, 17. 75; Dem. 27, 11; τούτων πλήρωμα τάλαντ' ἐγγὺς δισχίλια γίγνεται ἡμῖν Ar. Vesp. 660; τὸ γιγνόμενον, das Ergebniß einer Rechnung; Sp. auch übertr., Resultat einer Untersuchung, – f) von eingehenden Tributen u. Geldern, δασμοί Xen. An. 1, 1, 8; τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γιγνόμενον ἀργύριον, was durch den Verkauf der Gefangenen einkommt, 5, 3, 4; χρήματά μοι γίγνεται 7, 8, 3; Dem. 10, 37. 27, 24 u. öfter bei Sp.; τὰ ἑαυτοῖς γενόμενα, ihre Gebühren, Dem. 6, 9; τὸ γιγνόμενον κατὰ τὴν οὐσίαν τιθέναι, Beitrag, 18, 104; τὸ γιγν. κατὰ τὴν συγγραφήν, was nachher erkl. wird ὃ δεῖ γενέσθαι τοῖς δανείσασιν, 35, 11. 12. Man vgl. καρποὶ οἱ ἐκ τῶν ζώων γιγνόμενοι, der Ertrag vom Vieh, Xen. Cyr. 1, 1, 2; vgl. Thuc. 6, 54 u. Dem. 42, 24. – 2) von etwas schon Vorhandenem: sich anders ge stalten, anders werden, δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γεγονώς Plat. Rep. IX, 572 d; ἐκ πλουσίου πένητα Xen. An. 7, 7, 28; δηίοισι χάρμα γενέσθαι Iliad. 6, 82, ihnen zu einem Gegenstande der Freude werden; αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι πατρί τε σῷ Τελαμῶνι 8, 282, zum Heil, zum Tröster, Retter werden; πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, καὶ ὕδωρ καὶ θεσπιδαὲς πῦρ Odyss. 4, 417, alle möglichen Gestalten annehmen; παντοῖος γ., ich biete alles auf, Her. 3, 124. 7, 10, 3; τί γένωμαι, was soll aus mir werden, Aesch. Spt. 297; Theocr. 15, 51; οὐκ ἔχοντες ὅ, τι γένωνται Thuc. 2, 52; ἄλλοις παραδείγματι Plat. Gorg. 525 b; oft periphrastisch, z. B. κωλυτὴς γ. τινος, = κωλύειν, Thuc. 3, 23; μηνυτὴς γ. = μηνύειν, 3, 2; κλοπεὺς γ. Soph. Phil. 78; μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ Ai. 585; μὴ σαυτόν θ' ἅμα κἀμὲ κτείνας γένῃ Phil. 762; μὴ ἀπαρνηθεὶς γίγνῃ Plat. Soph. 217 c; vgl. Lgg. V, 737 c VII, 788 d. – Hierher gehören Vrbdgn, wie a) c. gen., γενόμενος τῶν βασιληΐων δικαστέων, in die Zahl der königl. Richter aufgenommen, Her. 5, 25; γεραιτέρων γίγνεσθαι, älter werden, Xen. Cyr. 1, 2, 15; τούτων γενοῦ μοι, werde mir ihrer Einer, Ar. Nubb. 107; τῆς βουλῆς γίγν., in den Senat treten, D. C. 36, 11; – τινὸς γιγ., in Jemandes Gewalt kommen; ἑαυτοῦ, seiner Herr werden, Soph. O. C. 665; sein eigener Herr sein, Plat. Phaedr. 250 a; vgl. Dem. 2, 30. 4, 7; ἡ νίκη γίγνεταί τινος Xen. Hell. 4, 3, 20. Von Sp. noch weiter ausgedehnt, z. B. ἐλπίδος γ., der Hoffnung sich überlassen, Plut. Timol. 3, v. l. ἐπ' ἐλπίδος γ.; vgl. Phoc. 23; τῆς ἐπιθυμίας γ., D. C. 61, 14. – b) c. dat., zu Theil werden; von Erbschaften, Thuc. 5, 49; Isae. 11, 10 u. sonst; οὐκ ἂν ἔμοιγε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, ich dürfte das nicht hoffen, Od. 3, 228; ἡδομένοισιν ἡμῖν οἱ λόγοιγεγόνασι, wir freuen uns darüber, Her. 9, 46; vgl. Thuc. 5, 111; – τὰ ἱερὰ γίγνεται, sie fallen gut aus, Xen. An. 6, 2, 9 u. öfter; τὰ σφάγια ἐγίνετο (χρηστά) Her. 9, 61. 62; τὰ διαβατήρια ἐγένετο Thuc. 5, 55. – c) c. praeposit., ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ, ἐν ἡδοναῖς, Plat. Gorg. 526 a Legg. I, 635 c; ἐν σκέψει περί τινος IX, 858 a, was schon in die Bdtg – 3) gehen, kommen, übergeht, die es bei Präpositionen, die eine Bewegung anzeigen, hat, od. hingekommen sein, sich befinden; ἔς τι Her. 5, 87; ἔν τινι Xen. An. 4, 3, 29: ἐπὶ τόπῳ 3, 4, 49; πρὸς τοῖς γεῤῥοφόροις Plat. Lach. 191 c; πρὸς ἡδονῇ, ἐπὶ τέλει VII, 532 b IX, 585 a; πρὸς τὸ ἰᾶσθαι X, 604 e; ἐνταῦθα λόγου γεγόνασι IX, 588 b; κατὰ τὴν λίμνην Phaed. 114 a; u. so oft. Uebertr., ἐν ἑαυτῷ ἐγένετο, er ging in sich, Xen. An. 1, 5, 17; vgl. Soph. Phil. 938; so auch ἐντὸς ἑαυτοῦ γίγνεσθαι Her. 1, 119. Dah. in mannigfachen Umschreibungen, ἐν ποιήσει, ἐν πείρᾳ γίγνεσθαι u. ähnl., wie versari in aliqua re, sich womit beschäftigen; περὶ τὸ συμβουλεύειν Isocr. 3, 12; πρὸς ἑαυτῷ γ., nachsinnend werden, Plut. Ant. 32; μετά τινος u. σύν τινι γ., auf jemandes Seite treten, sein, Plat. Apol. 32 c; Xen. Cyr. 5, 3, 8; ὑπό τινι γ., unter jemandes Botmäßigkeit kommen, Thuc. 6, 86; Xen.; – ἔκ τινος γ., herausgehen, z. B. ἐξ ἀνθρώπων, sterben, Her. 1, 1 u. Sp. Vgl. noch διά. – 4) zu stehen kommen, gelte n, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ' ἑκατὸν ὀβολοῦ, wenn 100 einen Obol gelten, Ar. Equ. 662; ὁ σῖτος ἐγένετο ἑκκαίδεκα δραχμῶν Dem. 34, 39.
Greek (Liddell-Scott)
γίγνομαι: Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. γίνομαι [ῑ], ἀλλ᾿ ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν γίγνομαι, πρβλ. γιγνώσκω, ἐν ταῖς Ἀττικαῖς ἐπιγραφαῖς μόνον γίγνομαι μέχρι τοῦ 292 π.Χ., γίνομαι ἀπὸ τοῦ 290– 30 π. Χ., σπανιώτατον δὲ τὸ γίγνομαι, κατὰ τοὺς μετὰ ταῦτα χρόνους συνηθέστερον τὸ γίνομαι (ἲδε Meisterh. 3. σ. 177, 20).― Μέλλ. γενήσομαι·― ἀόρ. ἐγενόμην (Δωρ. ἐγενάμην, Δινδ. Δημ. 255. 22), Ἰων. β΄ ἑνικ. γένευ Ἰλ. Ε. 897, γ΄ ἑνικ. γενέσκετο Ὀδ. Λ. 207· συγκεκομ. γ΄ ἑνικ. ἔγεντο Ἡσ. Θ. 283, 705, Σαπφὼ 19, Πινδ. II. 3. 153, καὶ διωρθώθη ὑπὸ Bentl. ἐν τῷ σκολίῳ παρ᾿ Ἀριστοφ. Σφηξ. 1226, Ἐπ. γέντο Ἡσ. Θ. 199, Ἐμπεδ. 207 Stein.·― πρκμ. γέγονα Ὅμ., Ἀττ.·― ὑπερσυντ. ἐγεγόνει, Πλάτ., κτλ., Ἰων. ἐγεγόνεε Ἡροδ.· πλὴν τούτων ὑπάρχουσι ποιητ. τύποι (ὡς ἐκ πρκμ. γέγαα), β΄ πληθ. γεγάᾱτε Βάβρ. 143, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγρ. 16· γεγάᾱσι Ἰλ. Δ. 325, συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· γ΄ δυϊκ. ὑπερσυντ. ἐκγεγάτην [ᾰ] Ὀδ. Κ. 138· ἀπαρέμφ. γεγάμεν [ᾰ] Πίνδ. Ο. 9. 164 (ἐκ-) Ἰλ. Ε. 248, κτλ.· μετοχ. γεγαώς, -αυῖα, πληθ. -αῶτες, -αυῖαι Ὃμ., κτλ., συνῃρ. γεγώς, -ῶσα Σοφ. Αἲ. 472, 1013, Εὐρ.· ὁ Πίνδ. Ο. 6. 83 ἔχει ὡσαύτως καὶ ἀπαρέμφ. γεγάκειν [ᾱ].― Ἀλλὰ τούτοις προσθετέον παθητικούς τινας τύπους ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μέλλ. γενηθήσομαι (μόνον παρὰ Πλάτ. Παρμ. 141Ε, οὔτε γενήσεται, οὔτε γενηθήσεται, ἔνθα ὁ Schleierm, προὒτεινε γεγενήσεται,― διότι ἄλλως δὲν θὰ ὑπῆρχεν οὐδεμία διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο μελλόντων)· ἀόρ. ἐγενήθην Ἱππ. 1202Α, 1208Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἀττικ., ὡς Φιλήμ. Ἀδήλ. 39 καὶ 73, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 109· πρκμ. γεγένημαι, συχν. παρ᾿ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζοῖς· γ΄ πληθ. γεγενέανται Φιλητ. Ἀποσπ. 65· ὑπερσ. ἐγεγένητο Θουκ. 7. 18, ἀλλ.· γεγένητο ὁ αὐτ. 5. 14.― Πρβλ. ἐκγίγνομαι, καὶ περὶ τῶν ἐνεργητικῶν χρόνων, ἴδε γείνομαι, γεννάω. (γίγνομαι εἶναι =γιγένομαι, ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΓΕΝ, πρβλ. μίμνω, μιμνήσκω· ἐντεῦθεν καὶ γείνομαι, γεννάω, γένεσις, γυνή, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ǵan, ǵa-ganmi (gigno), ǵay ê (γέγαα, gnascor), ǵanitâ, ǵanitrî (genitor, genetrix), ǵanus (gens)· gnâ, βραδύτερον δὲ ǵanî (γυνή)· Ζενδ. zan (gigno), ghena (γυνή)· Λατ. gigno, genus, genius, gnascor, gnatus, nat-ura · Γοτθ. kein-an (βλαστάνειν), us-keinam (ἐκφῦναι), quinô, quens (θῆλυς), ganus (γένος)· Παλαιο-Σκανδ. kona, kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwên (quean), κτλ.). Ἡ ῥιζικὴ σημασία εἶναι: ἔρχομαι εἰς νέαν κατάστασιν ὑπάρξεως· ἐντεῦθεν, Ι. ἀπολ., ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, λαμβάνω ὔπαρξιν, Λατ. gigni, καὶ ἑπομένως, 1) ἐπὶ προσώπων, γεννῶμαι, νέον γεγαώς, νεωστὶ γεννηθείς, Ὀδ. Τ. 400· ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας, γεννηθέντας (καὶ ἑπομένως κατοικοῦντας) ὑπὸ τὸν Τμῶλον, Ἰλ. Β. 866· γιγνομέναισι λάχη τάδ᾿… ἐκράνθη, ἐνῷ ἐγεννώμεθα, κατὰ τὴν γέννησιν ἡμῶν, Αἰσχυλ. Εὐμ. 347· γεγονέναι ἔκ τινος Ἡρόδ. 7. 11, κτλ.· σέθεν… ἐξ αἵματος Αἰσχυλ. Θήβ. 142· σπανιώτερον, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 22, κτλ.· τινος Εὐρ. Ἑκ. 380, κτλ.·― γεγονέναι κακῶς, καλῶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 218, Ἰσοκρ. 147Β, κτλ.· κάλλιον, εὖ Ἡρόδ. 1. 146., 3. 69· τὸ μὴ γενέσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 395·― συχνάκις μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς, Λατ. natus annos tredecim, Ἡρόδ. 1. 119· ἢ πρὸς δήλωσιν ἀμφιβολίας ἢ ἀβεβαιότητος, ἀμφὶ τὰ ἑκκαίδεκα ἔτη γενόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα Δημ. 564. 18· ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς, ἔχων ἡλικίαν ὑπερβαίνουσαν τὰ…, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4· ὡσαύτως μετὰ γεν., γεγονὼς πλειόνων ἐτῶν ἢ πεντήκοντα Πλάτ. Νόμ. 951C. καὶ συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζοῖς· σπανίως μετὰ τακτικῶν, ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς, Λατ. annum agens octogesimum, Λουκ. Μακροβ. 22, πρβλ. Πλούτ. Φιλοπ. 18. 2) ἐπὶ πραγμάτων, παράγομαι, γιγνομένου καὶ ἀπολλυμένου Πλάτ. Πολ. 527Β, κτλ.· γίγνεσθαι διά τινος ἢ τινι αὐτόθι 392D· ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 13· τὰ ἐν τῷ ἀγρῷ γιγνόμενα αὐτόθι 2. 9, 4· ὡσαύτως ἐπὶ κερδῶν, καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γιγν. ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2, κτλ.· τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 7· τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον ἀργύριον, τὸ συναχθὲν ἀπὸ [τῶν λύτρων] τῶν αἰχμ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 4· οἱ γιγ. δασμοί, οἱ συλλεγόμενοι φόροι, τὸ ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, αὐτόθι 1. 1, 8·― ἐπὶ ποσῶν, ὁ γεγονὼς ἀριθμός, τὸ ὅλον ποσόν, Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· ἑκατὸν εἴκοσι στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι ἑξήκοντα δραχμαί = 120 στατ. ἀναβαίνουσιν εἰς 3360 δραχ., Δημ. 914. 14, κτλ.·― ἐπὶ τῶν διαφόρων ὡρῶν τῆς ἡμέρας, ὡς ἡ ἡμέρα ἐγένετο Θουκ. 7. 81, Ξεν., κτλ.· ἕως ἂν φῶς γένηται Πλάτ. Πρωτ. 311Α· ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Θουκ. 4. 32. 3) ἐπὶ συμβάντων, συμβαίνω, καὶ ἐπὶ παρῳχ. χρόνων, ἔχω συμβῆ, κ.τ.τ.· γίγνεται ἄχος τινί, κτλ.· γίγνεται μάχη, πόλεμος, ἀνακωχή, κτλ.· ἐκεχειρία γίγνεταί τισι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 58· ἡ νόσος ἤρξατο γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 47· πνεῦμα, ὕδωρ, ὄμβρος γ. αὐτόθι 84, κτλ.· τὰ Ὀλύμπια γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, ἑορτάζονται, ἄγονται, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28, Αἰσχίν. 59. 23, κτλ.· ψήφισμα, κρίσις γ., τελεῖται, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· πιστὰ γίγνεται, ὅρκοι γ., δίδονται ὅρκοι, ὑποσχέσεις, κτλ., αὐτόθι 7. 4, 3, Δημ. 390. 28· γίγνεταί τι ὑπό τινος Θουκ. 6. 88, κτλ.· ἒκ ἢ ἀπό τινος Ἡροδ. 1. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 30· παρά τινος Πλάτ. Πολ. 614Α― ὃ μὴ γένοιτο, Λατ. quod dii prohibeant, Δημ. 381. 22., 842. 15, κτλ.·― μ. δοτ. καὶ μετοχ., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (ἴδε ἐν λ. βούλομαι, ἄσμενος)· οὕτως, οὐκ ἂν ἔμοι γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, δηλ. δὲν ἠδυνάμην νὰ περιμένω τοιαῦτα πράγματα νὰ γείνωσιν, Ὀδ. Γ. 228· ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Ἡρόδ. 9. 46, κτλ.·― ἐπὶ θυσιῶν, οἰωνῶν, κτλ., οὐ γὰρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστὰ ὁ αὐτ. 9. 61, πρβλ. 62· τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγ. Ξεν. Ἀν 6. 2, 9· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. συχν. παραλείπεται, τὰ διαβατήρια ἐγ., ἦσαν εὐνοϊκά, Θουκ. 5. 55, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 2. 14 κἑξ.·― κατ᾿ οὐδέτ. μετοχ., τὸ γενόμενον, τὸ συμβάν, τὸ γεγονός, τὸ πρᾶγμα, Θουκ. 6. 54· τὰ γενόμενα, τὰ γεγονότα, ἡ ἀλήθεια, Ξεν. Κυρ. 3. 1, 9, κτλ.· ὡσαύτως, τὸ γιγνόμενον Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, κτλ.· τὰ γεγενημένα, πρότερον συμβάντα, τὸ παρελθόν, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 14· τὸ γενησόμενον, τὸ μέλλον, Θουκ. 1. 138·― ἐπὶ χρόνου, ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο, ὡς ἔφθασε, Ἠρόδ. 1. 113· ἕως ἂν χρόνοι γένωνται Πλάτ. Φαίδ. 108C· ἀλλὰ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ἔχω παρέλθει, ὡς διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε Ἡρόδ. 2. 2· πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Πλάτ. Πρώτ. 320Α· ὡσαύτως, ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις, εἰς τὸν προσήκοντα καιρόν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51· ἐντεῦθεν, τακτικός, συνήθης, τὸ γιγν. τίμημα Δημ. 726. 26, πρβλ. 992. 3·― ἀπροσ., ἐγένετο ὥστε… ἢ ὡς…, συνέβη ὣστε.., Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, συχνὸν ἐν τῇ Κ. Δ.· ὡσαύτως, γίγνεται εὑρεῖν, εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις, Θέογν. 639. ΙΙ. ἑπομένου κατηγορουμένου, ἔρχομαι εἴς τινα κατάστασιν, καταντῶ, Λατ. fieri, καὶ (ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις), εἶμαι τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος, 1) συνοδευόμενον ὑπὸ οὐσιαστ., δηΐοισι δὲ χάρμα γ. Ἰλ. Ζ. 85, πρβλ. Θ. 282, Αἰσχύλ. Χο. 2, κτλ.· [οὖροι] νηῶν πομπῆες γιγν. Ὀδ. Δ. 362,κτλ.˙ πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, στρεφόμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, αὐτόθι 417· ἐντεῦθεν παρὰ πεζοῖς, παντοῖος γ., ἑπομένου τοῦ μὴ μετ᾿ ἀπαρεμφ. , Ἡρόδ. 3. 124· οὕτω, παντοῖος γ. δεόμενος ὁ αὐτ. 7. 10, 3· καὶ οὕτω παρ᾿ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι μετὰ παντοίων ὀνομάτων· σπανίως μετὰ μετοχ., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, ὃ ἐ. προδότης ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 588, πρβλ. Φ. 773, Θουκ. 3. 68, κτλ.·― μετ᾿ ἀντων., τί γένωμαι; τί νὰ γείνω;Αἰσχύλ. Θηβ. 297, πρβλ. Θεόκρ. 15. 51· οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Θουκ. 2. 52· σπανιώτερον, οὐκ ἔχω τὶς ἂν γενοίμην Αἰσχύλ. Πρ. 905· γίγνονται πᾶν ὅ τι βούλονται Ἀριστοφ. Νεφ. 348. 2) μετ᾿ ἐπιρρ., κακῶς ἐγένετό μοι, κακῶς συνέβησαν εἰς ἐμὲ (τὰ πράγματα), Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· εὖ, καλῶς, ἡδέως γ., «πάει καλά», ἔχει καλῶς, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, κτλ.· δίχα γ., εἰς δύο διαιρεῖται, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· τριχῇ γ., εἶμαι εἰς τρία διῃρημένος, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 2. 16· γ. ἐμποδών, ἐκποδών, ἐκεῖ, ἐγγύς, κτλ. 3) ἀκολουθούμενον ὐπὸ πλαγίων πτώσεων τῶν οὐσιαστικῶν, α) μ. γεν., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, καθίσταμαι εἷς ἐξ αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 25, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 107, κτλ.·― πίπτω εἰς τὸ μερίδιόν τινος, ἀνήκω εἴς τινα, ἡ νίκη γίγνεταί τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 20·― εἶμαι ἢ γίγνομαι κύριός τινος, Λατ. compos esse, sui juris esse, ἑαυτοῦ γ. Σοφ. Ο. Κ. 660, Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, κτλ.· ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι Δημ. 42. 11· (ὡσαύτως, ἐντὸς ἑαυτοῦ γ. Ἡρόδ. 1. 119· ἐν ἑαυτῷ γ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 17)· οὕτως. ἐλπίδος γίγνεσθαι Πλούτ. Φωκ. 23·― ἐπὶ πραγμάτων ἔχω τιμὴν… τόσον πωλοῦμαι, τόσον ἀξίζω, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ᾿ ἑκατὸν τοὐβολοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. 662, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 33. β) μετὰ προθέσ., γ. ἀπὸ ἢ ἐκ δείπνου, ἔχω τελειώσει τὸ δεῖπνόν μου, Ἡρόδ. 2. 78, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἀπὸ ΙΙ, ἐκ ΙΙ. 2)· γ. ἀπό τινος, χωρίζομαι ἀπό τινος…, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25·― γ. εἴς τι, μεταβάλλομαι εἴς τι, τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθὸν Θέογν. 164· γ. εἰς τόπον, ἔρχομαι εἰς θέσιν ἢ πλησίον…, Ἡρόδ. 5. 38· (παρ᾿ Ὁμ. καὶ ἄνευ προθ., ἐμὲ χρεὼ γ. Ὀδ. Δ. 634)· οὕτω, γ. τι εἴς τινα, ἔρχεται, συμβαίνει εἴς τινα, καταλαμβάνει τινά, Ἰσαῖ. 41. 39·― γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι, ἀπομακρύνεσθαι τῆς ὄψεως, τῆς ὁράσεώς τινος, Ἡρόδ. 5. 24· ἐξ ἀνθρώπων γ. ἐξαφανίζομαι ἐκ μέσου τῶν…, Παυσ. 4. 26, 6·―
French (Bailly abrégé)
f. γενήσομαι, ao.2 ἐγενόμην, pf. γέγονα et γεγένημαι;
A. devenir, p. opp. à être (εἶναι);
B. p. suite
I. naître : ἔκ τινος, de qqn ; au pf. être né ; abs. νέον γεγαώς OD nouveau-né ; γεγονέναι καλῶς ISOCR ou εὖ HDT être de bonne naissance ; ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς XÉN qui a dépassé l’âge du service militaire ; ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς HDT âge de treize ans ; ἀμφὶ τὰ ἑκκαίδεκα ἔτη γενόμενος XÉN âgé d’environ seize ans ; pléonast. γ. ἀπὸ γενεᾶς XÉN avoir tel âge en comptant depuis la naissance;
II. en parl. de choses se produire, avoir lieu :
1 en parl. de phénomènes physiques πνεῦμα γίγνεται THC il s’élève du vent ; ὡς ἡ ἡμέρα ἐγένετο THC lorsque le jour parut ; ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ THC au point du jour;
2 en parl. du temps ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο HDT lorsque le troisième jour fut arrivé;
3 en parl. d’événements γίγνεται πόλεμος, μάχη, etc. ATT une guerre, un combat a lieu ; ἡ νόσος ἤρξατο γίγνεσθαι THC le mal commença de se manifester ; τὰ Ὀλύμπια γίγνεται XÉN on célèbre les fêtes d’Olympie ; τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγίγνετο XÉN le sacrifice s’accomplissait favorable ; en génér. ὅσσα γίνεται (ion.) ἐπὶ χθονί OD tout ce qui arrive sur terre ; τὸ γενόμενον THC ou τὰ γενόμενα XÉN ce qui s’est passé, l’événement, les faits, la réalité ; τὰ γεγενημένα XÉN les événements accomplis, le passé ; τὸ γενησόμενον THC ce qui arrivera, l’avenir ; avec un rég. : γίγνεταί τι ὑπό τινος, ἔκ τινος ou ἀπό τινος, qch arrive du fait de qqn ; οὐκ ἂν ἐμοί γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο OD non, je n’oserais espérer qu’une pareille chose arrive ; ἡδομένοισιν ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι HDT nous avons eu plaisir à entendre ces paroles ; γένοιτό μοι λαβεῖν XÉN puisse-t-il m’arriver de prendre !;
4 en parl. d’un résultat ὁ γεγονὼς ἀριθμός PLAT le nombre qui en résulte ; καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γιγνόμενοι XÉN le produit qu’on retire des troupeaux ; οἱ γιγνόμενοι δασμοί XÉN le produit des impôts;
III. devenir (par suite d’un changement) :
1 πρὶν δηΐοισι χάρμα γενέσθαι IL avant que (les fuyards) ne deviennent la risée (de l’ennemi) ; αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι IL si tu pouvais devenir la joie càd le salut des Grecs ; ἐκ πλουσίου πένης γεγονώς XÉN devenu pauvre de riche qu’il était ; πάντα γιγνόμενος OD prenant toutes les formes litt. devenant tout, en parl. de Protée ; παντοῖος γινόμενος (ion.) avec μή et l’inf. HDT s’efforçant par tous les moyens d’empêcher que ; οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται THC ne sachant que devenir ; rar. avec le pron. au masc. οὐδ’ ἔχω τίς ἂν γενοίμαν dor. ESCHL et je ne sais que devenir ; εὖ, καλῶς, κακῶς μοι γίγνεται, cela va bien, mal pour moi ; avec un nom κωλυτὴς γίγνομαί τινος THC je mets obstacle à qch ; avec un part. μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ SOPH ne va pas nous trahir;
2 avec un rég. au gén. partitif ou collectif : γ. τῶν βασιληΐων δικαστέων HDT devenir l’un des juges royaux, γεραιτέρων γ. XÉN entrer dans la classe des vieillards ; γ. αὐτοῦ SOPH devenir son maître ; ἡ νίκη γίγνεταί τινος XÉN la victoire se déclare pour qqn ; ὁ σῖτος ἐγένετο ἐκκαίδεκα δραχμῶν DÉM le blé vint au prix de 16 drachmes ; avec une prép. : γίγνεσθαι ἀπὸ ou ἐκ δείπνου HDT quitter le souper, avoir soupé ; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι HDT disparaître de la vue de qqn ; γ. ἐν πολέμῳ THC s’engager ou être engagé dans une guerre ; ἐν καιρῷ γ. XÉN être opportun ; γ. ἐπ’ ἐλπίδος PLUT concevoir une espérance ; καθ’ ἓν γ. THC se réunir ou se concerter pour une action commune ; γ. μετά τινος XÉN ou σύν τινι XÉN être du côté ou du parti de qqn, γίγνεσθαι ἐπὶ τόπῳ XÉN ou πρὸς τόπῳ PLAT se trouver dans un lieu ou près d’un lieu ; γίγνεσθαι ὑπό τινι, être sous la dépendance ou sous la protection de qqn.
Étymologie: pour *γι-γένομαι, de la R. Γεν, naître ; cf. γένος.