διακούω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰκούω Medium diacritics: διακούω Low diacritics: διακούω Capitals: ΔΙΑΚΟΥΩ
Transliteration A: diakoúō Transliteration B: diakouō Transliteration C: diakoyo Beta Code: diakou/w

English (LSJ)

fut.

   A -ακούσομαι Act.Ap.23.35:—hear out or to the end, τι X.Oec.11.1; πάντα Men.Epit.471: abs., of a court, try out a case, OGI335.71 (Pergam.); hear or learn from another, τινὸς ἄττα Pl.Ep. 338d; παρά τινος Theopomp.Hist.244; δ. τά δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Arist.Pol.1273a10: c. gen. rei, [λόγων] Pl.Prm.126c; τῶν λεγομένων Plb.6.58.8; περί τινος Id.3.15.4: c. gen. pers., of parties to a dispute, SIG599.20 (Priene), 685.29 (Crete), PGrenf.1.11i8(ii B.C.), Act.Ap.l.c., etc.; δ. μου πρὸς αὐτούς BGU168.28 (ii A.D.), cf.PLond. 3.924.16 (ii A.D.); also, to be a hearer or disciple of, Phld.Rh.1.96S., Plu.Cic.4; τὰ γεωμετρικά τινος D.L.8.86: abs., Phld.Herc.862.3.

German (Pape)

[Seite 583] (s. ἀκούω), durch, d. i. zu Ende anhören, τελέως τινός, Xen. Oec. 11, 1; ταῦτα πάντα, Hier. 7, 11; τινός, Plat. Polit 264 b; τῶν λόγων, Parmen. 126 c; τὸν λόγον, Rep. I, 336 b; παρά τινος. Theop. Ath. XIII, 595 a; bes. = als Schüler zuhören τινός, Plut. Cic. 4; τὰ γεωμετρικὰ τοῦ Ἀρχύτα, D. L. 8, 86; auch μαγικῶν λόγων, Plut. Them. 29; vgl. ἀκούω; – περί τινος, worüber, Pol. 3, 15. 4.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι· (ἴδε ἀκούω)· - ἀκούω ἐντελῶς, ἀκούω μέχρι τέλους, τι Ξεν. Οἰκ. 11, 1, κτλ.· - ἀκούωμανθάνω παρ’ ἄλλου, τι τινος Πλάτ. Πολιτ. 264Β· παρά τινος Θεόπομπ. Ἱστ. 277· δ. τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 6· - ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, δ. τῶν λόγων Πλάτ. Παρμ. 126C· περί τινος Πολύβ. 3. 15, 4· - ἀλλὰ μετὰ γεν. προσώπου, εἶμαι ἀκροατὴς ἢ μαθητής τινος, Πλούτ. Κικ. 4, πρβλ. Ἐπ. Πλάτ. 338D.

French (Bailly abrégé)

f. διακούσομαι, etc.
I. écouter jusqu’au bout;
II. écouter ou apprendre par l’entremise d’un autre :
1 apprendre qch de la bouche de qqn;
2 suivre les leçons de, être disciple de, gén..
Étymologie: διά, ἀκούω.