διατριβή
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ἡ,
A wearing away, esp. of Time, way or manner of spending, χρόνου τε διατριβὰς . . ἐφηῦρε . . πεσσοὺς κύβους τε pastimes, S. Fr.479.2: hence, abs., 1 pastime, amusement, Ar.Pl.923, Alex. 219.4, etc.; ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71; γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινί Aeschin.1.175, cf. Plu.Tim.11; τοῦ συμποσίου δ. Alex.185; παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ. materiem jocandi, Plu.Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4. 2 serious occupation, study, etc., τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c; διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11, cf. Is.11.37; πρός τι Aeschin.2.38; ἐπί τινι Ar.Ra.1498; ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a. b discourse, τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap.37d, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.; αἱ πολιτικαὶ δ. D.H.10.15. c short ethical treatise or lecture, δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc. d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5; Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579; Ἐπικούρου δ. Numen. ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school, ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr.217, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b. 3 way of life, passing of time, δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu.1055; δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32; ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. stay there, Pl.Ep.337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν δ., ἐν τῇ γῇ, Arist. HA487a20, Resp.474b26; διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατρίβειν Aeschin. 1.147. 4 place of resort, haunt, τὰς ἐν Λυκείῳ δ. Pl.Euthphr.2a; ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις δ. Id.Chrm.153a. II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph.751, etc.; δ. ποιεῖσθαι Isoc.4.164: pl., δ. καὶ μελλήσεις Th.5.82; χρόνου δ. ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.; ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4. III Rhet., occasion for dwelling on a subject, Arist.Rh.1418a27 (pl.). IV continuance, permanence, Id.Mete.374a12. V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.
German (Pape)
[Seite 608] ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; – a) Verzögerung; διατριβὴν χρόνου ἐμποιεῖν, Thuc. 3, 38, wie Hdn. 3, 14, 9; ἐμβάλλειν, Plut. Nic. 20; διατριβῆς ἐγγινομένης, Thuc. 8, 9; Hdn. öfter; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern, Plut. Pericl. 12; Luc. D. mar. 6, 2. Aehnl. δ. ἔσται ἀμφὶ ταῦτα Xen. Cyr. 6, 1, 20; διατριβὴν ποιεῖσθαι, zögern, Ggstz σπεύδειν, Isocr. 4, 164; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd, Xen. Hell. 6, 5, 89. – Vom Orte, wo man verweilt, Plat. Charm. 153 a. – b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium; διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι, Lys. 16, 11; ἡ περὶ ταῦτα διατριβή Plat. Soph. 225 d; ᾡ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ δ. Conv. 177 e; οὐκ ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβω Aesch. 1, 121; u. so Folgde gew.; πρός τι, Aesch. 2, 38; ἐπί τινι, Ar. Ran. 1498; οἷς ἡ δ. ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας ἁμαρτίαις Arist. rhet. 2, 6, von den κωμῳδοποιοί – Uebh. = Lebensart; Xen. Apolog. 30; Leben, ἐν ἄστει, Sp. Auch = Unterredung; Plat. Phaedr. 227 b; vgl. διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διέτριβον, Umgang, Aesch. 1, 147; Unterricht, Isocr. 12, 19; Vorlesung, Luc. Nigr. 25. – c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; δ. καὶ γέλωτα παρέχειν τινί Aesch. 1, 175; vgl. Plut. Alc. 13; διατριβὴν παρεῖχον εἰ c. opt. Timol. 11; συμποσίου διατριβὴν ἐξεῦρε Alexis Ath. XIV, 642 c; Vergnügungsort, Plut. Flam. 3. – d) feindliche Reibung, Zwist; πολιτικαί Dion. Hal. 10, 15.
Greek (Liddell-Scott)
διατρῐβή: ἡ, κατατριβή, φθορά, ἰδίως ἐπὶ χρόνου, κατανάλωσις, χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-ἐντεῦθεν ἀπολ.,
1) διασκέδασις, τέρψις, Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―τόπος διασκεδ
άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, ἐργασία, μελέτη, ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι περί τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· πρός τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.
β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως τόπος ἔνθα γίνεται διδασκαλία, σχολεῖον, ὁ αὐτ. 350Α. 3) τρόπος ζωῆς, τρόπος καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ ἐκεῖ διαμονή, Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπώλεια, φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, ἀργοπορία, μετὰ γενικῆς χρόνου ἢ ἄνευ αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, ἐπιμηκύνω, παρατείνω συμπόσιον, Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. ἐπιμονή, Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. συνέχεια, διάρκεια, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;
II. manière d’employer le temps, particul. :
1 passe-temps (jeu, conversation, etc.) ; διατριβὰς μετ’ ἀλλήλων διατρίβειν ESCHN passer son temps, càd converser les uns avec les autres;
2 occupation sérieuse, travail, étude surtout au plur. διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι, ἔν τινι s’adonner à qch ; particul. réunion de gens qui causent de lettres, d’art, de philosophie;
3 p. suite genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;
4 lieu de passe-temps ; école.
Étymologie: διατρίβω.