Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
εἶμεν: (= ἰέναι) ἐφ’ ᾧ αὐτὰν ἐλευθέραν εἶμεν ποιεῖν ὃ κα θέλῃ, εἶμεν εἶ κα θέλῃ Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 336.
inf. prés. dor. de εἰμί;1ᵉ pl. opt. de εἰμί (par contr. att. p. εἴημεν).