ἐκμαγεῖον
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
τό, (ἐκμάσσω)
A napkin, Pl.Ti.72c, Meyer Ostr.62.5 (ii B.C.). 2 that which wipes off, gets rid of, αἵματος μέλανος, of the spleen, Aret.SD1.15; rough towel, Archig. ap. Gal.12.621, Paul.Aeg. 1.57. II that on or in which an impression is made, κήρινον ἐ. lump of wax, Pl.Tht.191c, cf. 196a; of matter (φύσις) as a recipient of impressions, Id.Ti.50c, Arist.Metaph.988a1; [σῶμα] ἐ. αὐτῆς τῆς γενέσεως Ocell.2.3. 2 impress, mould, Pl.Tht.194d, 194e, Ph.1.279: metaph., ἐκμαγεῖον πέτρης impress of the rocks, of a fisherman who is always wandering over them, AP6.193 (Flacc.). 3 model, Pl. Lg.800b, 801d; μηχανῆς Procop.Aed.2.3.
German (Pape)
[Seite 768] τό, 1) die Masse, worin Etwas abgedrückt wird, Wachs, Gyps u. dergl., κήρινον Plat. Theaet. 191 c 196 a, vgl. Tim. 50 c; der Abdruck selbst, das Abbild, Theaet. 194 e u. 80. Auch = Urbild, νόμος καὶ τύπος ἐκμαγεῖόν τε Plat. Legg. VII, 801 d. – Flacc. 4 (VI, 193) nennt den an den Klippen sich herumtreibenden Fischer ἐκμαγεῖον πέτρης. – 2) Das, woran man sich abwischt, Handtuch, Plat. Tim. 72 c; Poll. 6, 93; Schol.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμᾰγεῖον: τό, (ἐκμάσσω) ὡς τὸ χειρόμακτρον, «πετσέτα», Πλάτ. Τίμ. 72C. ΙΙ. τὸ πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ ἢ ἐν ᾧ ἐκτυποῦταί τι, κήρινον ἐκμ. Πλάτ. Θεαίτ. 191C, πρβλ. 196Α· ἐπὶ τῆς ὕλης ὡς δεχομένης ἀποτυπώματα, ὁ αὐτ. Τίμ. 50C: - καθόλου, ὁ δεχόμενός τι, τινος Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13. 2) τὸ ἀποτύπωμα, ὁμοίωμα, εἰκών, Πλάτ. Θεαιτ. 194D, Ε, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 6, 7· - μεταφ., ἐκμαγεῖον πέτρης, πανομοιότυπον πέτρας, βράχου, ἀπὶ ἁλιέως ἀείποτε ἐπὶ τῶν βράχων περιπλανωμένου, Ἀνθ. Π. 6. 193. 3) ἐκμαγεῖον, πρόπλασμα, Πλάτ. Νόμ. 800Β, 801D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 toute matière molle propre à recevoir une empreinte ; t. de philos. matière (ὕλη) qui reçoit les impressions;
2 empreinte;
3 ce qui sert à modeler une empreinte, sceau;
4 ce qui sert à essuyer.
Étymologie: ἐκμάσσω.