ἔμβολος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ὁ, or ἔμβολον, τό,
A anything pointed so as to be easily thrust in, a peg, stopper, CIG2855.27, Poll.1.145; linch-pin (masc.), Pherecyd. 37(a) J.: Com. for πέος, Ar.Fr.317 (masc.). 2 τῆς χώρης ἔμβολον tongue of land, Hdt.4.53; Ἀσίας ἔμβολον prob. the headland of Κυμὸς σῆμα in Caria, Pi.O.7.19 (ἔμβολος Ἀσίας ἡ Λυκία Sch.ad loc.). 3 brazen beak, ram, masc. in Hdt.1.166, Tab.Heracl.1.166,182; neut. in AP6.236 (Phil.), Paus 6.20.10; gender doubtful in Pi.P.4.191, Th.7.36. b οἱ ἔ.,= Lat. rostra, tribune of the Roman forum, Plb.6.53.1, Plu.Cat.Mi.44. 4 wedge-shaped order of battle, neut. in X.HG7.5.22, Plb.1.26.16; of a march-formation, Ael.Tact.37.6, Arr.Tact.29.5; τὸ τρίγωνον σχῆμα ἔμβολόν τε καὶ σφηνοειδὲς ὀνομάζεται Ascl.Tact.7.6; ἡ ὅλη [τάξις] λέγεται ἔμβολος ib.11.5. b ἔμβολον, τό, half a ῥόμβος (q. v.) of cavalry, ib.7.3, Ael.Tact. 19.5. 5 bolt, bar, E.Ph.114 (neut., anap.). 6 λάϊνα κίοσιν ἔμβολα prob.= τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, architrave, Id.Ba.591 (lyr.). 7 graft, Gp 10.77.4. 8 portico, IG11 (2).161 D 118 (Delos, iii B. C.), Ephes.3 No.8, CIG4662b (Gerasa), interpol. in Hld.2.26; ἔ. τῆς κρατίστης βουλῆς BCH11.474 (Lydia). 9 ἔμβολος· εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβολος: ὁ, ἢ ἔμβολον, τό, (ἐμβάλλω) ὡς τὸ ἐμβολεύς, πᾶν πρᾶγμα λῆγον εἰς ὀξύ, εὐκόλως νὰ ἐμβάλληται, νὰ ὠθῆται ἐντὸς ἄλλου πράγματος, ὡς π.χ. ὁ πάσσαλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 27, παραξόνιον, Πολυδ. Α΄, 145, Κωμ. ἀντὶ τοῦ πέος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301 (ἀρσ.). 2) τῆς χώρας ἔμβολον, γλῶσσα γῆς, ξηρᾶς, Ἡροδ. 4. 53˙ οὕτω πιθαν. τὸ Ἀσίας ἔμβολον (ἐν Πινδ. Ο. 7. 35) σημαίνει τὴν προέχουσαν εἰς τὴν θάλασσαν ἄκραν τῆς Περαίας ἐν Καρίᾳ. 3) ἐν πολεμικοῖς πλοίοις, τὸ χαλκοῦν ἔμβολον ὅπερ εἰσωθεῖτο μεθ’ ὁρμῆς εἰς τὸ ἐχθρικὸν πλοῖον, Λατ. rostrum navis, ἀρσ. ἐν Ἡροδ. 1. 166, Πινδ. Π. 4. 341, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 165˙ οὐδ. ἐν Θουκ. 7. 36, Ἀνθ. Π. 6. 236˙ πρβλ. Παυσ. 6. 20, 10 (πρβλ. ἐμβάλλω ΙΙ. 2, ἐμβολὴ ΙΙ. 2). β) οἱ ἔμβολοι (Λατ. rostra), τὸ βῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς ἀγορᾶς, ὅπερ τοῖς ἐκ τῆς πρὸς Ἀντιάτας ναυμαχίας ἐμβόλοις ἐκεκόσμητο, Πολύβ. 6. 53, 1, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44˙ οὕτω καθ’ ἑνικ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4662b. 4) ἡ ἐμβολοειδὴς πρὸς μάχην παράταξις, ἡ cuneus, ἢ acies cuneata τῶν Ρωμαίων, οὐδέτ. ἐν Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 22, Πολυβ. 1. 26. 16, ἀρσ. ἐν Αἰλ. Τακτ. 19. 5) μοχλὸς τῆς θύρας, οὐδ. Εὐρ. ἐν Φοιν. 114. 6) τὸ ἐν Εὐρ. Βάκχ. 591, λάϊνα κίοσιν ἔμβολα, φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, δηλ. τὰ επιστύλια, ἴδε Elmsl. ἐν τόπῳ. 7) τὸ ἐν τῷ ἐγκεντρίζειν ἐμβαλλόμενον, «μπόλι», Γεωπ. 10. 77, 4. 8) παρὰ μεταγ., στοά, προστῷον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8641, ἴδε Dorv. εἰς Χαρίτ. 7. 6. 9) «ἔμβολος˙ εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἔμβολον, particul.
1 éperon de navire;
2 ordre de bataille en forme de coin;
3 οἱ ἔμβολοι les éperons de la tribune aux harangues ; la tribune elle-même à Rome;
4 c. πέος.
Étymologie: ἐμβάλλω.