ἐμέω
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
English (LSJ)
Il.15.11, impf.
A ἤμουν Ar.Fr.351, X.An.4.8.20, Ion. ἤμεον Hdt.7.88: fut. ἐμέσω Hp.Morb.2.15, Att. ἐμῶ (ἐνεξ-) Polyzel.4: fut. Med. ἐμέομαι Hp.Nat.Hom.5, ἐμοῦμαι A.Eu.730: aor. ἤμεσα Hp. Epid.1.26.έ, etc., (ἐξ-) Ar.Ach.6, inf. ἐμέσαι Hdt.1.133; Ep. ἔμεσσα (ἀπ-) Il.14.437 (prob. ἐξήμεσσα should be restored for -ήμησα in Hes. Th.497; ὑπερ-έμησα occurs in the Mss. of Hp.Morb.2.17): pf. ἐμήμεκα Luc.Lex.21, Ael.NA17.37: plpf. ἐμημέκεε Hp.Epid.5.42, ἐμημέκει D.L.6.7:—Pass., fut. ἐμεθήσομαι (ἐξ-) LXXJb.20.15: aor. inf. ἐμεθῆναι Gal.7.219: pf. ἐμήμεσμαι Ael.VH13.22:—vomit, throw up, αἷμ' ἐμέων Il.15.11, cf. Hdt.7.88; ἐμοῦσα θρόμβους A.Eu.184; ἰόν ib. 730: abs., vomit, be sick, Hdt.1.133, X.An.4.8.20; ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Hp.Art.40; ἐ. πτίλῳ to make oneself sick with a feather, Ar. Ach.587. 2 metaph., throw up a flood of words, Eun.VSp.488 B. (ϝεμε-, cf. Skt. vámiti 'vomit', Lat. vomo, vomitus, Lith. vémti, etc.)
German (Pape)
[Seite 807] fut. ἐμέσω, perf. ἐμήμεκα, Luc. Lex. 21 (vomo), ausspeien, ausbrechen, durch Brechen von sich geben; αἷμα Il. 15, 11; θρόμβους Aesch. Eum. 175; ἐμεῖ (fut. med.) ἰόν 700; sich erbrechen, Plat. Phaedr. 268 b; Xen. An. 4, 8, 20; Hippocr. – Uebtr., vom Worte, plaudern, was Einem in den Mund kommt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμέω: παρατ. ἤμουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ξεν. Ἀν. 4. 8. 20, Ἰων. ἤμεον Ἡρόδ. 7. 88. μέλλ. ἐμέσω Ἱππ. 467. 4 (Littré 7. σ. 28), Ἀττ. ἐμῶ (ἐνεξ-) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 4· ὡσαύτως μέσ. μέλλ. ἐμέομαι Ἱππ. 226. 18, 19, ἐμοῦμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 730: ἀόρ. ἤμεσα Ἱππ. 979Ε, κτλ., (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 6, ἀπαρ. ἐμέσαι Ἡρόδ. 1. 133, Ἐπ. ἔμεσα (ἀπ-) Ἰλ. Ξ. 437 (ἴσως ἐπανορθωτέον ἀντὶ ἐξήμησα ἐν Ἡσ. Θ. 497· ὑπερέμησα ἀπαντᾷ ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἱππ. 462. 32., 467. 23, 32): πρκμ. ἐμήμεκα Λουκ. Λεξιφ. 21, Αἰλ.: ὑπερσ. ἐμημέκκε Ἱππ. 1153Β (Littré 5. σ. 232), ἐμεμέκει Διογ. Λ. 6. 7: - Παθ., μέλλ. ἐμεθήσομαι (ἐξ-) Ἑβδ.: ἀόρ. ἐμεθῆναι Γαλην.: πρκμ. ἐμήμεσμαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 21. (Ἐκ √ ϜΕΜ· πρβλ. Σανσκρ. vam, vam-âmi (ἐμέω, vomo), vam-athus (ἔμετος, vomitus)· Παλαιο-Σκανδ. vaem-a (αἰσθάνομαι ναυτίαν).) Ἐμῶ, «ξερνῶ», αἷμ’ ἐμέων Ἰλ. Ο. 11, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 88· ἐμοῦσα θρόμβους Αἰσχύλ. Εὐμ. 184, πρβλ. 730: ἀπολ., ἐμῶ, ξερνῶ, καί σφι οὐκ ἐμέσαι ἔξεστι Ἡρόδ. 1. 133, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20 ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805· ἐμεῖν πτίλῳ, διεγείρειν ἔμετον διὰ πτεροῦ, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 587, (οὕτω, πτερὸν ταχέως καὶ λεκάνην ἐνεγκάτω Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 6)· μεταφ., ἐκχέω ἐκ τοῦ στόματός μου κακοὺς λόγους, Εὐνάπ. Προαιρ. σ. 86.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἤμουν, f. ἐμοῦμαι, ao. ἤμεσα, pf. ἐμήμεκα, pqp. ἐμημέκειν;
Pass. ao. *ἠμέθην > inf. ἐμεθῆναι ; pf. ἐμήμεσμαι;
vomir, acc..
Étymologie: R. Ϝεμ, vomir ; cf. lat. vomo.