ἐπαΐσσω

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαΐσσω Medium diacritics: ἐπαΐσσω Low diacritics: επαΐσσω Capitals: ΕΠΑΪΣΣΩ
Transliteration A: epaḯssō Transliteration B: epaissō Transliteration C: epaisso Beta Code: e)pai/+ssw

English (LSJ)

Ep. aor.

   A ἐπήϊξα Od.10.322, Iterat. ἐπαϊξασκε Il.17.462: contr. ἐπᾴσσω, Att. ἐπᾴττω, fut. -ᾴξω:—rush at or upon: c. gen. (never in Od.), ἵππων ἐπαϊξαι rush at them, Il.5.263; νεῶν 13.687.    2 c. dat. pers., Κίρκῃ ἐπαΐξαι rush upon her, Od.10.295: in Il. only c. dat. instrum., ξίφει, δουρὶ ἐ., 5.584, 10.369, etc.; so μοι . . ἐπήϊσσον μελίῃσιν Od.14.281.    3 c. acc., assail, assault, Ἕκτορα Il.23.64; τεῖχος 12.308 (never so in Od.):—Med., ἐπαϊξασθαι ἄεθλον rush at (i.e. seize upon) the prize, Il.23.773.    4 abs. (so usu. in Hom.), of a hawk, ταρφἔ ἐπαϊσσει makes frequent swoops, 22.142; of the wind, ἐπαΐξας . . ἐκ νεφελάων 2.146, etc.; σῦς ἐπαΐσσων βίᾳ B.5.116, cf. Ar.Ach. 1171 (lyr.); ἐπᾴξας ἐς δόμους S.Aj.305; rare in Prose, as Pl.Tht. 190a (metaph.), Arist.HA629b25:—also Med., χειμῶνος μέλλοντος ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο Arat.1139.    5 τὰ νεῦρα ἐπαΐσσεται ἀμφὶ τὰς φύσιας τῶν ἄρθρων (in the development of the embryo), dub. in Hp. Nat.Puer.17.    II later, with acc. of the Instrument of motion, ἐ. πόδα move with hasty step, E.Hec.1071 (lyr.); ἐ. ξίφος A.R.1.1254: —Pass. even in Hom., χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί they move lightly, Il.23.628 (v.l. ἀπ-) . [ᾱ- Ep., ᾰ- Att.]

German (Pape)

[Seite 896] att. ἐπᾴσσω, ἐπᾴττω, darauf los-, anstürmen, vom Angriff in der Schlacht, μελίῃσι, ἔγχει u. ä., Il. 10, 348 Od. 14, 281; vom Winde, Il. 2, 146; Pind. I. 3, 24; vom Blut, Empedocl. 254; von einer Krankheit, Nic. Al. 611. – Ἕκτορα, auf den Hektor losstürmen, Il. 23, 64, wie τεῖχος 12, 308; αὖθις ἐς δόμους πάλιν Soph. Ai. 298; τινός, ἵππων, νεῶν, gegen die Schiffe, Il. 5, 263. 13, 687; τινί, Κίρκῃ, μοι, Od. 10, 295. 322. 14, 281; δηΐοισι Ap. Rh. 1, 75. – Uebh. schnell bewegen, πᾶ πόδ' ἐπᾴξας; wohin forteilend, Eur. Hec. 1071; so ξίφος παλάμῃ, schwingen, Ap. Rh. 1, 1254. Dah. med. sich schnell bewegen, χεῖρες ὤμων, an den Schultern, Il. 23, 628; ἄεθλον, auf den Kampfpreis losstürzen, 23, 773; ὁδοῖο Arat. 1138. In Prosa selten, ὀξύτερον ἐπᾴξασα Plat. Theaet. 190 a; Arist. H. A. 9, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαΐσσω: μέλλ. -ΐξω: συνῃρ. Ἀττ. ἐπᾴσσω, -ττω: μέλλ. -άξω: ᾱΐσσω Ἐπ., ᾰΐσσω Ἀττ.. Ἐφορμῶ κατά τινος ἢ ἐπί τι, μετὰ γεν., Αἰνείαο δ’ ἐπαΐξαι μεμνημένος ἵππων, ἐφορμῆσαι κατ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 263· σπουδῇ ἐπαΐσσοντα νεῶν ἔχον, «σπουδῇ ἐφορμῶντα κατὰ τῶν νεῶν ἐκώλυον» (Θ. Γαζῆς), Ν. 687· (οὐδέποτε οὕτως ἐν τῇ Ὀδ.). 2) μετὰ δοτ. προσ., Κίρκῃ ἐπαΐξαι, ἐφορμῆσαι κατ’ αὐτῆς, Ὀδ. Κ. 295, 322: ἐν Ἰλ. μόνον μετὰ δοτ. ὀργανικῆς, ξίφει, δουρὶ ἐπ. Ἰλ. Ε. 584, κτλ.· οὕτως, ἦ μέν μοι μάλα πολλοὶ ἐπήϊσσον μελίῃσιν Ὀδ. Ξ. 281. 3) μετ’ αἰτ., ὁρμῶ, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, διώκω, Ἕκτορ’ ἐπαΐσσων, «τὸν Ἕκτορα διώκων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 64· τεῖχος ἐπαΐξαι «ἐπὶ τὸ τεῖχος ὁρμῆται» (Θ. Γαζῆς), Μ. 308· (οὐδέποτε οὕτως ἐν τῇ Ὀδ.): - Μέσ., ἐπαΐξασθαι ἄεθλον, «ἐπὶ τὸ ἔπαθλον ὁρμήσειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 773. 4) ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἀπολύτως, ἐπὶ ἱέρακος, ταρφέ’ ἐπαΐσσει, συνεχῶς ἐφορμᾷ Ἰλ. Χ. 142· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ἐπαΐξας... ἐκ νεφελάων Β. 146, κτλ.: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1171· ἐπᾴξας ἐς δρόμους Σοφ. Αἴ. 305· σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 190Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ τι μεθ’ ὁρμῆς, πᾷ πόδ’ ἐπᾴξας...; πρὸς ποῖον μέρος κινήσας τὸν πόδα...; Εὐρ. Ἑκ. 1071, πρβλ. βαίνω ἐν τέλει· γυμνὸν ἐπαΐσσων παλάμῃ ξίφος Ἀπολλ. Ρόδ. Α 1254: ἐν τῷ Παθ., οὐδέ τι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί, «οὐδὲ αἱ χεῖρες ἑκατέρωθεν ἐκ τῶν ὤμων κινοῦνται ἐλαφρῶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 628.

French (Bailly abrégé)

att. ἐπᾴσσω ou ἐπᾴττω, impf. ἐπήϊσσον ou ἐπῇσσον, f. ἐπαΐξω ou ἐπᾴξω, ao. ἐπήϊξα ou ἐπῇξα, pf. inus.
1 intr. s’élancer : τινος vers qch ; τινι sur qqn ; τι ou τινα sur qch ou sur qqn;
2 tr. lancer : πόδα EUR son pied, càd s’élancer ; Pass. se mouvoir vivement;
Moy. ἐπαΐσσομαι s’élancer sur, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀΐσσω.