ἡμίκυκλος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον,
A v. ἡμικύκλιος.
German (Pape)
[Seite 1168] = ἡμικύκλιος, ἑλιγμός Heliod. 8, 14 u. a. Sp.; obwohl Schäfer zum Schol. Ap. Rh. a. a. O. das Wort verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκῠκλος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἡμικύκλιος,
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de forme semi-circulaire.
Étymologie: ἡμι-, κύκλος.