ἱκταῖος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
α, ον,= ἱκέσιος, A.Supp.385 [lyr., with penult. short].
German (Pape)
[Seite 1249] = ἱκετήριος, Aesch. Suppl. 380, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκταῖος: -α, -ον, = ἱκέσιος, Αἰσχύλ, Ἱκ. 385 μετὰ βραχείας παραληγούσης ὡς ἐν τῷ δείλαιος: ὁ Δινδ. ἱκτίου.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
suppliant.
Étymologie: ἱκνέομαι.