καμπή

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπή Medium diacritics: καμπή Low diacritics: καμπή Capitals: ΚΑΜΠΗ
Transliteration A: kampḗ Transliteration B: kampē Transliteration C: kampi Beta Code: kamph/

English (LSJ)

ἡ, (κάμπτω)

   A winding, of a river, Hdt.1.185; Εὐβοΐδα κ., of the Euripus, A.Fr.30; τὰς κ. τῶν Χωρίων Aen.Tact.15.6; τόπους καμπὰς ἔχοντας Ael.Tact.35.4.    2 flexion, bending, τὰ ἄποδα δυσὶ Χρώμενα προέρχεται καμπαῖς Arist.IA707b9, cf. HA490a31.    3 curved part, HeroSpir.2.16, Sor.2.62.    II turning-post in a racecourse, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ar.Pax905; καμπαῖσι δρόμων E.IA224(lyr.); εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Pl.Ion537a: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε bring a speech to its goal (cf. καμπτήρ 11), E.El. 659; καμπὴν ποιεῖσθαι Pl.Phd.72b.    III in Music, turn, sudden change, εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar.Nu.969; ἐξαρμονίους κ. Pherecr. 145.9, cf. ib. 28; καμπαὶ ᾀσμάτων Philostr.VS2.28.    2 Rhet., rounding off of a period, Cic.Att.1.14.4(pl.), Demetr.Eloc.10, 17.    IV bend or flexure of a limb, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν δακτύλων, etc., Arist.HA498a25sqq., cf. Pl.Ti.74e; of the skull, οὐκ ἔχουσα καμπάς ib.75c; οὐλὴ καμπῆ ( -ῇ) Χιρὸς δεξιᾶς Sammelb.7031.5 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, die Krümmung, der Bug; ὁ ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Her. 1, 185; καὶ ἔκτασις Plat. Legg. VII, 795 e; Sp., wie Arist. part. anim. 4, 6; αἱ κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπαί Strab. X, 458; Biegung, Gelenk der Glieder, Arist. Bes. die Umbiegung der Rennbahn, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ar. Pax 870, wo auch κάμπαις accentuirt ist; καμπαῖσι δρόμων Eur. I. A. 224; εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν καμπὴν ἐν τῇ ἱπποδρομίᾳ Plat. Ion 537 a; καμπὴν ποιεῖσθαι, umbiegen u. zurücklaufen oder -fahren; übertr., in der Rede, Phaed. 72 b; πάλιν τοι μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε Eur. El. 659; vom Gesange, εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar. Nubb. 956, künstliche Schnörkel, Rouladen machen; ἐξαρμονίους καμπὰς ποιεῖν Phereer. bei Plut. de music. 30; bei den Rhett. von der Abrundung der Perioden, conversio.

Greek (Liddell-Scott)

καμπή: ἡ, (ἴδε κάμπτω) ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ποταμοῦ, ὡς ὁ ποταμὸς βραδύτερος εἴη περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Ἡρόδ. 1. 185· Εὐβοΐδα καμπήν, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τὸ μέρος ἔνθα κάμπτουσι τὰ ἅρματα, ἐν τῷ ἀγῶνι, ὁ καμπτήρ, Λατ. flexus, curriculi, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 904· καμπαῖσι δρόμων συμφοραῖς Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 224· εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Πλάτ. Ἴων 537Α· μεταφ., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν, ἄγειν τὸν λόγον εἰς τὸ μέσον, εἰς τὸ σημεῖον τῆς στροφῆς, Εὐρ. Ἠλ. 659· οὕτω, καμπὰς ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαίδ. 72Β· πρβλ. κάμπτω ΙΙ, καμπτήρ ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, στροφή, αἰφνίδιος μεταβολή, καμπαὶ ᾀσμάτων Φιλόστρ. 620· ἴδε ἐν λ. κακότεχνος, καὶ πρβλ. κάμπτω ΙΙΙ, κατακάμπτω: ὡσαύτως ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ στροφὴ προτάσεως, Δημήτρ. Φαληρ. § 17. IV. ἡ κάμψις ἢ τὸ λύγισμα μέλους, τῶν δακτύλων, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν βραχιόνων, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, οὐκ ἔχουσα καμπὰς Πλάτ. Τίμ. 75C, πρβλ. 74Ε· ἴδε κάμπτω Ι.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
courbure, d’où
I. au pr. 1 courbe, sinuosité (d’une rivière, etc.);
2 flexion, articulation d’un membre;
3 point de la carrière où l’on détourne le char pour le ramener ; fig. but à atteindre;
II. p. anal. flexion, inflexion de la voix ; p. ext. ornement, broderie.
Étymologie: R. Καμπ, v. κάμπτω.