καταπτύω
English (LSJ)
A spit upon or at, esp. as a mark of abhorrence or contempt, c. gen., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; D.18.200, cf. Aeschin.3.73, Luc.Cat.12, etc.; κ. δωροδοκίας Aeschin.2.23; πλούτου Luc.Icar. 30: abs., Ar.Ra.1179. [On the quantity, v. πτύω.]
German (Pape)
[Seite 1373] (s. πτύω), anspeien, gegen Einen ausspucken u. dadurch seinen Abscheu ausdrücken, verabscheuen, vgl. Lob. zu Phryn. 17; τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἄν σου; Dem. 18, 200; Aesch. u. A.; auch absolut, Ar. Ran. 1179.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτύω: μελλ. -ύσω, πτύω ἐπί τινος ἢ πρός τινα, ἰδίως ὡς σημεῖον βδελυγμοῦ καὶ καταφρονήσεως, μετὰ γεν., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; Δημ. 295. 8, πρβλ. Αἰσχίν. 64. 13· τῆς φιλοσοφίας κ. Λουκ. Κατάπλ. 12, κτλ.· οὕτω, κ. δωροδοκίας Αἰσχίν. 31. 31· πλούτου Λουκ. Ἰκαρ. 30· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε -πτύω.
French (Bailly abrégé)
cracher sur, gén. ; fig. conspuer, mépriser.
Étymologie: κατά, πτύω.