κατίσχω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
collat. form of κατέχω,
A hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321; τὰς νέας Hdt.2.115; θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν h.Hom. 8.14:—Med., keep by one, γυναῖκα νέην... ἥν τ' αὐτὸς . . κατίσχεαι Il. 2.233. II possess, occupy, οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Od.9.122, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA626b18. III = κατέχω A. IV, ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι Od.11.456, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57. IV intr., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν the light comes down from heaven, Hdt.3.28. 2 of ships, put in, Th.7.33.
German (Pape)
[Seite 1402] (s. ἴσχω), p. auch καταΐσχω, = κατέχω; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται (νῆσος) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. ἀνίσχω.
Greek (Liddell-Scott)
κατίσχω: καὶ καταΐσχω, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κατέχω (πρβλ. κατισχάνω), κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, Λατ. detinere, οὐδὲ κατίσχει ἵππους Ἰλ. Ψ. 321, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 115· θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν Ὁμ. Ὕμν. 8. 14.― Μέσ., κρατῶ παρ’ ἐμαυτῷ, ἔχω πλησίον μου, γυναῖκα νέην…, ἥν τ’ αὐτὸς… κατίσχεται Ἰλ. Β. 233. ΙΙ. ἔχω ὡς κτῆμα, ἔχω καταλάβει, ἐν τῷ Παθ., (ἡ νῆσος) οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Ὀδ. Ι. 122, ἔνθα ἴδε Nitzsch· ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος, καλύπτουσιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 45. ΙΙΙ. ὁδηγῶ ἢ διευθύνω πρός τι, ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι Ὀδ. Λ. 456, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 101., 8. 40, Θουκ. 7. 33, κτλ.· νῆα ἐνὶ Φάσιδι, εἰσάγω εἰς τὸν Φᾶσιν, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 57. IV. ἀμεταβ., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, τὸ φῶς καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἡρόδ. 3. 28, πρβλ. ἀνίσχω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
I. tr. 1 retenir, arrêter, acc.;
2 contenir, diriger : νῆα ἐς πατρίδα OD un navire vers la terre de la patrie;
II. s’emparer de, envahir, occuper, acc. ; Pass. être rempli, occupé : ποίμνῃσιν OD par des pâturages ; intr. σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ HDT la lumière tombant du ciel se répand (sur le monde);
Moy. κατίσχομαι seul. prés. retenir pour soi ou chez soi, acc..
Étymologie: κατά, ἰσχω.