μυστικός

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστικός Medium diacritics: μυστικός Low diacritics: μυστικός Capitals: ΜΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mystikós Transliteration B: mystikos Transliteration C: mystikos Beta Code: mustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A connected with the mysteries, τέλος A.Fr.387; μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.8.65; χοῖροι Ar.Ach.764; αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.Ra.314; βίοτος μ. IG3.172.6; μ. λόγοι Phld.Ir.p.46 W.; τὰ μ. the mysteries, Th.6.28,60; ἡ -κή (sc. παράδοσις) mystical doctrine, Procl.in Prm.p.779 S., cf. eund.in Ti.3.12 D.; τὸ θεῖον καὶ μ. Dam.Pr.213; οἱ μ., = μύσται, Str.17.1.29: Comp. -ώτερος Luc.Salt.59: Sup. -ώτατος Ar.Ra.l.c., Dam.Pr.111. Adv. -κῶς, δικάζειν Poll.8.123 (fort. μυστικῶν in cases relating to the mysteries); mystically, μ. καὶ τελεστικῶς Hermog.Id.1.6, cf. D.S.5.77, Porph. Antr.4.    II private, secret, Cic.Att.4.2.7 (Comp.). Adv. -κῶς Str. 10.3.9, LXX 3 Ma.3.10, Vett.Val.46.11: Comp. -ώτερον, scribere Cic. Att.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 223] geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; τέλος, Aesch. frg. 398; μυστικὴ χοῖρος, Ar. Ach. 729; μυστικὸς ἴακχος, Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., δικάζω, Poll. 8, 123.

Greek (Liddell-Scott)

μυστικός: -ή, -όν, ἀπόκρυφος, «μυστικός», ἰδίως μυστηριώδης, ἔχων σχέσιν πρὸς τὰ μυστήρια, τέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384· μ. Ἴακχος, τὸ μυστηριῶδες ᾆσμα τοῦ Ἰάκχου, Ἡρόδ. 8. 65· αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ἀριστοφ. Βάτρ. 314· τὰ μ., τὰ μυστήρια, Θουκ. 6. 28, 60· οἱ μυστικοί, = μύσται, Στράβ. 806· - παρὰ μεταγεν., καθόλου ἐπὶ πάσης τέχνης ἀπαιτούσης διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 128 κἑξ. Τὰ χοιρία μ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, ἦσαν πιθανῶς ἄθλια, ἰσχνὰ χοιρίδια, οἷα οἱ μύσται συνείθιζον νὰ προσφέρωσι, Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85· πρβλ. μέγαρον ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Η΄, 123· Συγκρ. -ώτερον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mystères, mystique ; τὰ μυστικά, les cérémonies des mystères;
Cp. μυστικώτερος, Sp. μυστικώτατος.
Étymologie: μύω.