ὀστρακίζω

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκίζω Medium diacritics: ὀστρακίζω Low diacritics: οστρακίζω Capitals: ΟΣΤΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: ostrakízō Transliteration B: ostrakizō Transliteration C: ostrakizo Beta Code: o)straki/zw

English (LSJ)

   A banish (esp. from Athens) by potsherds, ostracize, Th.1.135, 8.73, And.3.3, Arist.Ath.22.6, Pol.1284a21, Sch. Ar.Eq.851; also used at Argos, Arist.Pol.1302b18; at Megara and Miletus, Sch.Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 400] mit Scherben abstimmen u. verurtheilen, aus der Stadt durch das Scherbengericht verbannen, vgl. ἐξοστρακίζω. Wenn 6000 Bürger einen großen Mann für die Freiheit gefährlich bezeichneten u. seinen Namen auf eine Scherbe schrieben, so ward er auf 10 Jahre aus Athen verbannt, Andoc. 4, 5; ὠστρακισμένος, 3, 3; ἔτυχε γὰρ ὠστρακισμένος, Thuc. 1, 135; 5, 73; Arist. pol. 3, 13. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστράκων, ἐξοστρακίζω, Θουκ. 1. 135., 8. 73, Ἀνδοκ. 23. 42, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. ἐξοστρακίζω. ― Τὸν ὀστρακισμὸν εἶχον ἐν Ἀθήναις οὐχὶ ὡς ποινήν, ἀλλὰ ὡς μέτρον περιοριστικὸν τῆς δυνάμεως ἀτόμων, ὁσάκις ὑπῆρχε φόβος ὅτι τις τῶν πολιτῶν εἶχεν αὐξηθῇ εἰς βαθμὸν ἐμβάλλοντα εἰς κίνδυνον τὴν ἐλευθερίαν τοῦ λαοῦ, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15 κἑξ., 3. 17, 7., 5. 3, 3· ὅπως ἐξορισθῇ τις ἀπῃτεῖτο ὁ ἀριθμὸς 6000 ὀστράκων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 851, Πολυδ. Θ΄, 19· κατὰ τὸν Πλούτ. ἐν Ἀριστ. 7, «εἰ γὰρ ἑξακισχιλίων ἐλάττονες οἱ γράψαντες εἶεν, ἀτελὴς ἦν ὁ ἐξοστρακισμός». Τὸ αὐτὸ μέσον ἦν ἐν χρήσει ἐν Ἄργει, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν Μεγάροις καὶ ἐν Μιλήτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ ὁ πεταλισμὸς (ὃ ἴδε) ἐν Συρακούσαις. ― Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ. ― Πρβλ. Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 8.

French (Bailly abrégé)

impf. ὠστράκιζον, part. pf. Pass. ὠστρακισμένος;
frapper d’ostracisme.
Étymologie: ὄστρακον.