ὑδρηλός

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρηλός Medium diacritics: ὑδρηλός Low diacritics: υδρηλός Capitals: ΥΔΡΗΛΟΣ
Transliteration A: hydrēlós Transliteration B: hydrēlos Transliteration C: ydrilos Beta Code: u(drhlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A watery, moist, λειμῶνες Od.9.133; Σάμος h.Ap.41; νέφη, λιβάδες, A.Supp.793 (s. v.l., lyr.), Pers.613; κρωσσοί, σταγόνες, E.Cyc.89, Supp.206:— poet. word, used by Hp.Ep.16 (Comp.), Mul.1.1.

German (Pape)

[Seite 1173] wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρηλός: -ή, -όν, (ὕδωρ) ὑδατώδης, ἔνυδρος, κάθυδρος, μαλακὸς ἐξ ὑγρασίας, λειμῶνες Ὀδ. Ι. 133· Σάμος Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 41· νέφη, λιβάδες Αἰσχύλ. Ἱκ. 793, Πέρσ. 613· κρωσσοί, σταγόνες Εὐρ. Κύκλ. 89. Ἱκ. 206· - ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. 1278. 39. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδρηλοί, κάθυδροι, μαλακοί, ἔνυδροι, ὑδατώδεις». ΙΙ. = ὑδρευτικός, Φίλων Ι. 410.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
humide, baigné d’eau.
Étymologie: ὕδωρ.