πορνικός
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for harlots, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.1.119; οἱ π. libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.
German (Pape)
[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.